Σκέφτομαι, στο ξεκίνημα της νέας ημέρας -μια ημέρα που δε θα δεις, δεν θα είσαι εδώ, ανάμεσα σε θνητούς που αντιμετωπίζουν τη ζωή ως αθάνατοι- το μόνο απόλυτο, τη μόνη μη αναστρέψιμη απώλεια, αυτή του θανάτου. 

Οι απώλειες βλέπεις αφορούν εμάς καθεαυτό και καίνε εμάς τους ίδιους, γιατί απλά είμαστε εγωιστές και σκεφτόμαστε πόσο μας λείπουν εκείνοι που έχουν φύγει…

Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι του Δεκέμβρη. Εκείνο το μεσημέρι που η δική μου καρδιά βαρούσε προσοχές για έναν έρωτα και μοιραστήκαμε έναν καφέ κάτω από το ζεστό χειμωνιάτικο ήλιο.

Αξίζει να γράψω για αυτό. Αξίζει, φυσικά. 

Αξίζει άλλο τόσο να σε θυμάμαι έτσι.

Αξίζει να θυμάμαι όλους αυτούς που ήρθαν για μια στιγμή στην μέχρι τώρα πορεία μου και της πρόσθεσαν μια ακόμη απόχρωση. 

Όλα τ’ άλλα είναι φθηνά κι εμείς δεν έχουμε τη γνώση να εκτιμήσουμε το σήμερα.

Υπάρχουν πολλοί που η ζωή, τους φαντάζει δεδομένη. Πολλοί που φοβούνται τον θάνατο.

Που στη σκέψη του και μόνο τρέχουν να κρυφτούν σαν τρομαγμένα ζωντανά.

Και άλλοι που τον δέχονται σχεδόν μοιρολατρικά. 

Και είναι και κάποιοι άλλοι που έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα του.

Δεν τον περιμένουν αλλά θα έρθει μια μέρα. 

Ο θάνατος είναι κάτι περισσότερο όμως. 

Είναι αυτός που σε καθιστά ανύπαρκτο στο παρόν, διακόπτει το μέλλον, εκμηδενίζει την δράση. 

Σε αυτή τη ζωή μετράω απώλειες από αυτή τη ζωή.

Απώλειες και απουσίες αγαπημένων προσώπων.

Απουσίες που όσο και να επιμείνω να φωνάζω το όνομά τους, δε θα δηλώσουν ποτέ ξανά παρόντες. 

Και λυπάμαι. Όχι που έφυγαν.

Μα για την αδυναμία μου να τους φέρω πίσω.

Για όλα εκείνα που δε προλάβαμε να πούμε.

Να μοιραστούμε.

Για όλα αυτά που θα έρθουν χωρίς αυτούς.

Για εμένα που θα μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα.

Βλέπεις, είμαι εγωίστρια.

Και νιώθω ότι μόνο τότε, σε αυτή τη μικρή ρωγμή μεταξύ λογικής και συναισθήματος κρύβεται ο χρόνος και παραχωρεί χώρο στον πόνο, μόνο τότε συνειδητοποιούν οι άνθρωποι την αδύναμη φύση τους και ανοίγουν την καρδιά τους, ευαισθητοποιούνται και αυτοαναφέρονται στην φθαρτή υπόστασή τους.  

Ο θάνατος έρχεται να σου υπενθυμίσει πως δεν είσαι άτρωτος, πανίσχυρος, δυνάστης, παντοκράτορας αλλά ένα ευάλωτο πλάσμα εκτεθειμένο σε τόσους κινδύνους. 

Και μετά από λίγο καθώς η μνήμη ξεχνάει, ξεχνάμε και εμείς.

Και μαζί με το θάνατο ξεχνάμε και να ζήσουμε.

Να ερωτευτούμε, να απελευθερωθούμε, να χαμογελάσουμε στη ζωή μήπως και μας σκάσει και αυτή ένα χαμόγελο, να απλώσουμε το χέρι μας, να ανοίξουμε την αγκαλιά μας, να προσφέρουμε αγάπη και ζεστασιά και φροντίδα και να γίνουμε συμμέτοχοι στο μοίρασμα, να έχουμε να πορευόμαστε για όσο.

Γιατί σου φωνάζω πως η ζωή είναι κάπου εκεί έξω.

Και αύριο σίγουρα ξημερώνει μια αλλιώτικη μέρα.

Χωρίς εσένα…

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου