Και είναι κάτι χαρακτήρες ρε παιδάκι μου, τελειωμένοι αναπτήρες. 

Χωρίς καμιά χρηστική σημασία, δίχως φλόγα, χωρίς γρατζουνιά, αχρησιμοποίητοι, ανέγγιχτοι, ατσαλάκωτοι. 

Αναρωτιέσαι αν αναπνέουν, αν νιώθουν έστω και το παραμικρό, αν κάθε κίνηση τους είναι προμελετημένη ώστε να μη σκάσει ούτε μία ρυτίδα, επιφανειακή και ουσιαστική, να μη ραγίσει ο καθρέφτης και φανερωθεί το προσωπείο. 

Δεν έχω αποκτήσει ακόμη τη γνώση πως το κατορθώνουν. 

Φαντάζουν απροβλημάτιστοι, δυνατοί, δεν έχουν την ανάγκη κανενός. 

Τα ρούχα τους είναι λες και βγήκαν μόλις από το ατμοκαθαριστήριο, το πρόσωπό τους δεν γράφει ούτε ένα συναίσθημα, τα μάτια τους είναι σα να ατενίζεις το απέραντο κενό. 

Ω, είναι δυνατοί, πανίσχυροι, οχυρωμένοι, δεν μπορείς να βρεις ούτε μια χαραμάδα να κρυφοκοιτάξεις, να ανακαλύψεις τα πιο απόκρυφά τους μυστικά. 

Δεν πονάνε για κανέναν έρωτα, για κανένα δεν άξιζε να πονέσουν, δεν έχουν παρελθόν, ακόμη και αν στο αποκαλύψουν θα είναι υπέρλαμπρο όπως κάθε έκφανση της ζωής τους. 

Κορίτσια καριέρας, αγόρια καριέρας, κανένα εμπόδιο δεν είναι αρκετό για να ανακάμψει την πορεία τους, να τους κάνει να πετάξουν το κουστούμι και να περπατήσουν σκεφτικοί με σκυμμένο κεφάλι. Ακόμη και αν συμβεί δε θα το μάθεις ποτέ. Θα κρυφτούν σε τέσσερις τοίχους με κλειστά παράθυρα.

Οργανωμένο έγκλημα. Η ψυχή στην αγχόνη της λογικής. 

Μαθαίνουν σχεδόν από την κούνια τους να κρύβουν και να κρύβονται. 

Η εικόνα μιας πλασματικής ευτυχίας και επιτυχίας.

Το απόλυτο μηδέν. 

Δε γελούν δυνατά με την ψυχή τους, από την καρδιά τους.

Δεν ξέρω αλήθεια, δε γνωρίζω αν πληγώθηκαν ποτέ. Αν ταλανίστηκαν για κάτι, αν από τα γεννοφάσκια τους φιλοσόφησαν τόσο τη ζωή που έφτασαν στον υπέρτατο βαθμό ζεν και δεν τους ακουμπάει τίποτα – πράγμα δύσκολο, το παλεύω ήδη αρκετά χρόνια και δεν τα έχω καταφέρει ακόμη.

Εμένα με φοβίζουν αυτοί οι άνθρωποι, δεν τους θέλω.

Θέλω ανθρώπους να ανοίγουν την καρδιά τους, να τσαλακώνονται, να αφήνονται, να μιλάνε για τα πάθη τους, να γελάνε δυνατά, να χαμογελούν με κάθε ευθύνη και γνώση πως θα αποκτήσουν μια ακόμη ρυτίδα εκφράσεως. Να δίνουν από την ψυχή τους, να αγαπάνε κάθε αναποδιά, να σκέφτονται θετικά.

Οι σπουδαίοι, τρανοί και άπιαστοι είναι σαν τα μπαλόνια, αργά ή γρήγορα σε μια συνεπή συναναστροφή ξεφουσκώνουν.

Και οι ατσαλάκωτοι το ξέρουν, δεν αφήνουν περιθώρια να τους μάθεις καλά.

Κάθε φορά που θα σου δίνουν ένα ψίχουλο θα σου κλέβουν το καρβέλι, μιας και όλα τα μετράνε με τη δύναμη της απόκτησης. Όσο πιο πολλά δικά τους, τόσο καλύτερα.

Πώς να ανασάνεις δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους, όσο καθαροί άλλο τόσο τοξικοί.

Μυρίζει χειρουργική ακρίβεια η κάθε κίνησή τους.

Δίνουν πρεμιέρα σε κάθε τους κοινωνική συναναστροφή. 

Στην αρχή σε διασκεδάζουν, αλλά στο διάλλειμα τρέχεις όσο πιο μακριά γίνεται. 

Στην αρχή όλοι είναι διασκεδαστικοί, δεν συμφωνείς; Είναι σαν τα καλογυαλισμένα παπούτσια ένα νούμερο πιο μικρά, τόσο λαμπεροί μα σε στενεύουν. 

Είναι και αυτή η αναισθησία που τους διακρίνει. 

Σαν αρχέτυποι χαρακτήρες σε σπαγγέτι γουέστερν, ατσαλάκωτοι, αγέλαστοι και θανατηφόροι, ικανοί για όλα. 

Πώς να νιώσεις τον άλλον όταν δε νιώθεις θα μου πεις και δίκιο θα έχεις. 

Καμιά φορά σκέφτομαι πως θα ήθελα να τους μοιάξω.

Θα ήταν εύκολο, λέω, να απομονώσω το συναίσθημα, να δηλώσω λιποτάκτης από κάθε δράση και να κοιτάξω το συμφερόν μου.

Μα εγώ τις ρυτίδες μου τις κέρδισα και τις τιμώ.  

Ούτε θέλω να πλανάται μυστήριο γύρω μου, μόνο ανθρώπους να το μοιραστώ. 

Και ας τσαλακωθώ. Στην απομυθοποίηση είναι η δύναμη. 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου