Η αδικία είναι μια πολυμορφική κατάσταση, αφού μπορεί να υπάρξει σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Το κοινό στοιχείο που πρέπει να είναι πάντα παρόν για να αποδοθεί μια πράξη ως «αδίκημα» είναι η πλήρης γνώση των συνεπειών που μπορούν να επέλθουν της πράξης του θύτη. Η αδικία είναι μια έννοια εξ ορισμού συνδεδεμένη με το θυμό, καθώς είναι ένα φυσικό επακόλουθο της συσσώρευσης αρνητικών συναισθημάτων που προκαλούνται στο άτομο που αδικείται.

Λόγω της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων αντιδράσεων, είναι λογικό να υπάρχουν διάφορες εκφάνσεις που αφορούν το πώς ο καθένας αντιμετωπίζει τη συνθήκη της αδικίας. Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων συνθλίβεται στην όψη της αδικίας, η οποία του προκαλεί πόνο, ειδικά όταν συμβαίνει σε προσωπικό επίπεδο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι σπάνιο να εμφανιστούν συμπτώματα κατάθλιψης, όπως και πιο προχωρημένου βαθμού θλίψη. Αυτές λοιπόν, είναι και οι περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι δεν εκφράζουν αυτό που τους απασχολεί, ενώ αντίθετα κλείνονται περισσότερο στον εαυτό τους, συσσωρεύοντας πολλά αρνητικά συναισθήματα, τα οποία καθόλου απίθανο να καταλήξουν ασφυχτικά.

Συνακόλουθη αντίδραση είναι και το εκρηκτικό ξέσπασμα θυμού που μπορεί είτε να συμβεί στιγμιαία, είτε να επέλθει της σύνθλιψης, ως έκφραση των ασφυκτικών συναισθημάτων που προκαλούνται από την αδικία. Είτε ο αδικούμενος αντιδρά άμεσα και με εμφανή τρόπο, είτε σιωπηλά κι εσωτερικά, ο θυμός είναι το πρώτο συναίσθημα που βιώνει. Δηλαδή, δε σημαίνει ότι κάποιος που δε φωνάζει για την αδικία που υπέστη δεν είναι πληγωμένος, θυμωμένος και με όποιον άλλο τρόπο επηρεασμένος από την κατάσταση. Απλώς, ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές καταστάσεις.

Καλύπτοντας τις δύο συχνές κι αντίθετες αντιδράσεις της ίδιας συνθήκης, καταλήγει κανείς στο ερώτημα του τι τελικά ισχύει. Το «όποιος έχει δίκιο δεν έχει ανάγκη να το βροντοφωνάξει;» ή το «με πνίγει το δίκιο οπότε θα φωνάξω;» H απάντηση του διλήμματος δεν είναι ευνοϊκή προς καμία από τις δύο περιστάσεις, αφού η αντιμετώπιση της εκάστοτε αδικίας είναι καθαρά θέμα του κάθε ατόμου και του πώς αυτό διαχειρίζεται αυτά που τον απασχολούν. Η ψυχολογία του ανθρώπου που αδικείται δεν ακολουθεί απαραίτητα ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει το κάθε άτομο είναι και η αιτία της διαφοροποιημένης αντιμετώπισης που πιθανόν να υπάρξει. Σωστότερη αντίδραση δεν υπάρχει, αυτό όμως που είναι σίγουρο, είναι πως το να κρατάμε μέσα μας οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα δεν ωφελεί, διότι αργά ή γρήγορα θα μας καταβάλει.

Εν κατακλείδι, τα κύρια σημεία είναι τα εξής.

Αδικία χαρακτηρίζεται κάτι που συμβαίνει ενώ αυτός που την πράττει γνωρίζει τις συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει η πράξη του σε ένα άλλο άτομο. Περιστατικά δηλαδή, στα οποία κάποιος αδικείται χωρίς αυτό να συμβαίνει συνειδητά, δε θεωρούνται αδικήματα. Αντιδράσεις απέναντι στην αδικία υπάρχουν ποικίλες, είτε αυτές είναι εσωτερικευμένες είτε εξωτερικευμένες. Η διαφορά στην αντιμετώπιση έχει να κάνει καθαρά με την προσωπικότητα του καθένα και δεν υπάρχει ορθός και λανθασμένος τρόπος αντίδρασης, όπως και δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει κάποιον επειδή βροντοφωνάζει ή σιωπά μπροστά την αδικία.

Αυτό που είναι ίσως το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι να μη φτάνουμε στο σημείο να συσσωρεύουμε τόσα αρνητικά συναισθήματα που να καταλήγουν σε μια ανεπιθύμητη έκρηξη.  Η έκφραση, σε όποια μορφή κι αν υπάρχει, έχει τη δύναμη να απελευθερώνει ό,τι δεν είναι θετικό και λειτουργεί ως λύτρωση, γι’αυτό άλλωστε και είναι τόσο σημαντικό να συμβαίνει.

Συντάκτης: Αθηνά Τσαγγαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου