Είναι 4:40 το πρωί και κατευθύνομαι μισοκοιμισμένη προς την κουζίνα για να δώσω το συνηθισμένο αντισταμινικό φάρμακο στην κόρη μου, της οποίας οι αλλεργίες μας κρατούν συχνά τόσο άυπνες όσο κι οι τραγουδιστές σε 2ο λαϊκό πρόγραμμα στα μπουζούκια. Η αυτοματοποιημένη διαδικασία που η μάνα ξέρει καλύτερα κι από επιφανή καρδιοχειρουργό όταν πρόκειται για το βλαστάρι της τελειώνει και σύντομα επέρχεται ο ύπνος. Όμως, παρά την αδιανόητη κούραση, οι κόρες των ματιών μου αρνούνται να συσταλούν και το μυαλό αποφασίζει να σταματήσει σε μια άχαρη και τόσο συνηθισμένη κίνηση που μόλις έγινε: στο άνοιγμα του συρταριού της κουζίνας.

Θα ήταν ίσως σώφρων για την οικονομία της κουβέντας να δεχτούμε a priori κάτι: τα αιχμηρά αντικείμενα, όταν βγαίνουν μέσα από τα συρτάρια της κουζίνας πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για μαγειρικούς λόγους, μόνο για να φτιάξουμε καμιά σαλατούλα βρε αδερφέ (εγώ προσωπικά τις απεχθάνομαι, είμαι ένα κινούμενο σαράβαλο με οξείς κολικούς του εντέρου) ή στο τσακίρ κέφι για να κόψουμε καμιά φραουλίτσα που αρέσει και στα παιδιά (αν και μια ανάλυση σε εργαστήριο θα έβρισκε ίσως περισσότερα χημικά κι από τη μισή Χιροσίμα κι ολόκληρο το Ναγκασάκι). Οποιοδήποτε άλλο άνοιγμα, πέρα από μαγειρικούς λόγους, μπορεί κι έχει συχνά, ολέθρια αποτελέσματα.

Την πρώτη φορά που άνοιξε λοιπόν αλλιώς αυτό το συρτάρι για εμένα, για κάποια δευτερόλεπτα δεν κατάφερα να το συνειδητοποιήσω. Ήμουν σίγουρη ότι δεν ήμουν εγώ η πρωταγωνίστρια αυτής της σκηνής κακής σαπουνόπερας κι ότι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν κοιμόμουν ήρεμη σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. Όμως ήμουν εκεί όταν το κουζινομάχαιρο άστραψε σαν το σπαθί του καβαλάρη μες στη φωτιά, που λέει και το παλιό άσμα, θεατής σε ένα τραγικό θέατρο του παραλόγου, ανήμπορη να αντιδράσω σε αυτό που -σύμφωνα με κάθε θύτη που σέβεται τον εαυτό του- εγώ είχα προκαλέσει.

Το ζήτημα της βίας και της κακοποίησης είναι τόσο χιλιοσυζητημένο που θα μου πείτε, ποια είσαι εσύ μαντάμ που νομίζεις ότι κάτι ήρθες να μας πεις. Πραγματικά δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι ανακάλυψα την πενικιλίνη, απλώς θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις μου με όσες κι όσους έχουν βιώσει το απεχθές συναίσθημα της απόλυτης ενοχής, ακόμη και για τον παραμικρό υδρατμό αέρα που αναπνέουν, της απόλυτης απαξίωσης προς το ταλαιπωρημένο σώμα τους που απλώς φυτοζωεί, αφού ο άλλος -ή οι άλλοι, οι οποίοι πολύ συχνά αποτελούν την κόλαση, όπως έλεγε και ο Jean Paul Sartre– τους έχουν απομυζήσει κάθε χιλιοστό ενέργειας και διάθεσης. Κυρίως δε, θα ήθελα να σταθώ σε αυτόν, το πιο υποχθόνιο κι από τον απαίσιο Δρακουμέλ των παιδικών μου χρόνων Δούρειο Ίππο, με τον οποίο κάποιος μπορεί -πολύ εύκολα απ΄ ό,τι αποδεικνύεται ακόμη και για εμάς που κάποτε περνιόμασταν για έξυπνοι- να αλώσει όλα μας τα εγκεφαλικά κύτταρα. Την ψυχολογική -και λεκτική- βία.

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι υπάρχουν δεκάδες άνθρωποι γύρω μας οι οποίοι αποτελούν masters of disaster- κυριολεκτικά μιλώντας. Έχουν την αδιανόητη ικανότητα να κεντούν διπλοβελονιά το δηλητήριό τους πάνω μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε μέχρι να είναι –ή κι όχι ευτυχώς- πολύ αργά με εμάς να έχουμε παραδοθεί στη σκοτεινή κυριαρχία του δικού μας Darth Vader. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται παντού γύρω μας· είναι ο διευθυντής ο οποίος βγάζει κόμπλεξ ρουφώντας σου σιγά-σιγά το αίμα με μικροσκοπικό καλαμάκι freddo, είναι το φιλαράκι που θεωρεί φυσιολογικό να μειώσει ακόμη και το 80στο ματοτσίνορό σου κάθε φορά που σε βλέπει γιατί –φυσικά- θέλει το καλό σου, είναι η μάνα σου η οποία κάθε φορά που σου μιλάει για το πλήθος των προσωπικών σου αποτυχημένων επιλογών αισθάνεσαι όπως ο συγχωρεμένος ο Θανάσης Βέγγος στην τελευταία σκηνή με τα χαστούκια στον Ηλία του 16ου. Και φυσικά είναι αυτός ο ένας, ο μοναδικός, το άλλο σου μισό, αυτός που σου συμπεριφέρεται κάθε μέρα όπως σε έναν βάτραχο.

Ω ναι, το προσωπικά αγαπημένο μου ζωύφιο αποτελεί τον πιο σωστό παραλληλισμό, αφού ίσως να έχετε διαβάσει για το σύνδρομο του βραστού βάτραχου του Oliver Clerc, σύμφωνα με το οποίο όταν το χαριτωμένο αμφίβιο τοποθετηθεί σε νερό που θερμαίνεται σταδιακά προσπαθεί συνεχώς να προσαρμόσει τη θερμοκρασία του  στην αυξανόμενη θερμοκρασία του νερού, το οποίο τελικά φτάνει σε σημείο βρασμού αλλά ο βάτραχος δεν μπορεί πλέον να δραπετεύσει, καθώς έχει εξαντλήσει όλη του την ενέργεια για να προσαρμοστεί στην αυξανόμενη θερμοκρασία. Έτσι, ωσάν ένα άλλο ατυχές βατραχάκι, μένεις στη γυάλα που σου επέβαλε ο καλός σου, η μάνα σου, ο διευθυντής κι ούτω καθεξής και σιγά-σιγά αισθάνεσαι ότι τα προσβλητικά, μειωτικά, απαξιωτικά τους λόγια ανεβάζουν τη θερμοκρασία επικίνδυνα, ότι αισθάνεσαι σαν σε παγίδα, καθώς το νερό βράζει κι εσύ χάνεις σιγά-σιγά κάθε ρανίδα ενέργειας.

Πίσω στο συρτάρι όμως. Τα συρτάρια της κουζίνας, όπως και του μυαλού, κρύβουν συχνά αιχμηρά αντικείμενα τα οποία ανά πάσα στιγμή μπορούν να σε τραυματίσουν αν δεν ξέρεις πώς να τα χειριστείς, κρύβουν μια κραυγή αγανάκτησης που ποτέ δε βγήκε για να μην ξυπνήσει τους γείτονες, ένα κλάμα που κόπηκε στη μέση γιατί ο γιος σου μπήκε στην κουζίνα για να σου ζητήσει να του πλύνεις εκείνες τις φράουλες που λέγαμε.  Κρύβει την ψυχολογική κατάρρευση που συνοδεύει τον γλυκομίλητο σύντροφο ο οποίος αφού τόλμησες να του αντιμιλήσεις, σε έβαλε «στη θέση σου» με χαρακτηρισμούς και κινήσεις που αρμόζουν στην αρρωστημένη -αλλά οπωσδήποτε «για το καλό σου»- συμπεριφορά του.

Αυτό που πρέπει να βρούμε τη δύναμη να καταλάβουμε με τη βοήθεια κάποιου φίλου, κάποιου συναδέρφου, κάποιου ειδικού, είναι ότι τα συρτάρια μας εξυπηρετούν περισσότερο όταν είναι ανοιχτά. Όπως και τα στόματα. Ας τα ανοίξουμε λοιπόν.

Συντάκτης: Βασιλική Χατζή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου