Το πρώτο μας ραντεβού μ’ ένα καινούργιο πρόσωπο θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο με τους έρωτες της ζωής μας. Ραντεβού που πήγαν καλά κι άλλα που πέρασαν αδιάφορα, όλα έχουν να μας θυμίζουν κάθε φορά τα ίδια συναισθήματα: τη λαχτάρα για την έκβασή τους και την αγωνία για την εντύπωση που προκαλέσαμε στον άλλο.

Άπειρες ώρες ματαιοδοξίας, σπαταλημένες πότε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, πότε μπροστά απ’ την ντουλάπα και πότε ανάσκελα στον καναπέ μ’ ένα τηλέφωνο ανά χείρας και τον κολλητό στην άλλη άκρη της γραμμής να παραδίδει μαθήματα savoir vivre, είναι η απόδειξη αυτής της αγωνίας ν’ αρέσουμε στον άλλο. Προσευχόμαστε νοερά στον θεό του έρωτα να επιτευχθεί αυτή η έλξη, χωρίς, όμως, να τα εναποθέτουμε όλα σ’ εκείνον. Έχουμε και μια ματαιοδοξία να θρέψουμε.

Η αγωνία να εντυπωσιάσουμε τον υποψήφιο εραστή μας, αλλά και σ’ επόμενη φάση να ελκύουμε το ενδιαφέρον του συντρόφου μας, είναι μια ξεκάθαρη απόδειξη ερωτικού ενδιαφέροντος προς το πρόσωπο του άλλου. Καιγόμαστε να φαινόμαστε ποθητοί κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας και της νύχτας, θέλουμε να προκαλούμε διαρκώς το ενδιαφέρον του άλλου. Κάθε κομπλιμέντο που βγαίνει απ’ τα χείλη του μπορεί να μας στείλει στα ουράνια, ενώ, αντίθετα, κάθε μπερδεμένη του κουβέντα μας στέλνει αυτόματα έξω απ’ την πόρτα του ψυχαναλυτή –ή, ευκολότερα, του κολλητού μας– και μας πεισμώνει να εντείνουμε τις πρακτικές εντυπωσιασμού που χρησιμοποιούμε.

Πολλοί έσπευσαν να κοροϊδέψουν και να κατακρίνουν, ποιος, όμως, δεν έδωσε άφεση αμαρτιών στον ερωτευμένο, μόλις βρέθηκε κι ο ίδιος στη θέση του;

Η προσπάθεια να εντυπωσιάσουμε το πρόσωπο που μας έκλεψε την καρδιά μέσα από μερικά καινούργια ρούχα κι ορισμένες υπερβολές ως προς τα επιτεύγματά μας είναι απολύτως δεκτή και φυσιολογική κι, όπως προείπαμε, αρκετή για να μας δώσει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος αυτός μας ενδιαφέρει και θέλουμε να τον ενδιαφέρουμε εξίσου. Επιθυμούμε όσο τίποτα να μας βρίσκει χαριτωμένους, αξιόλογους, σέξι και μυστήριους γιατί, πολύ απλά, είμαστε ερωτευμένοι.

Όταν το συναίσθημα αυτό αρχίζει σταδιακά να χάνεται, ξεκινάμε να μη δίνουμε τόση σημασία στις πρακτικές αυτές. Ο χρόνος που περνάμε μπροστά απ’ τον καθρέφτη μειώνεται κατακόρυφα, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι επηρεάζεται η μέχρι τώρα ματαιοδοξία μας. Ξαφνικά η ντουλάπα μας μάς φαίνεται παραγεμισμένη κι, αλήθεια τώρα, τι τα θέλουμε τόσα ρούχα; Ανάλογη μείωση επέρχεται και στις τηλεφωνικές συνομιλίες με τους κολλητούς, αφού πλέον το μόνο που έχουμε να δηλώσουμε είναι ότι «καλά τα περνάμε, μια απ’ τα ίδια, βασικά».

Ο έρωτας έχει χαθεί. Έφυγε και δύσκολα γυρίζει πίσω. Ξέρεις ότι τελειώνει όταν, σε πρώτο επίπεδο, παύει πλέον να σ’ απασχολεί η εντύπωση που έχει το ταίρι σου για ‘σένα και σε δεύτερο, όταν σταματάς να νιώθεις ο ίδιος θελκτικός απέναντί του. Επειδή, όμως, η φυγή του έρωτα γίνεται αθόρυβα κι αργά, δεν είμαστε σε θέση να  το καταλαβαίνουμε πάντοτε με την πρώτη. Δικαιολογούμε την τεμπελιά που μας πιάνει ως συνήθεια κι έτσι,  δίνουμε μια μικρή παράταση ζωής σε κάτι που, δυστυχώς, έχει πεθάνει εδώ και καιρό.

Όταν ο έρωτας φεύγει, καλό θα ήταν να φύγουμε κι εμείς.  Οι προσπάθειες μετρούν όταν η φωτιά συνεχίζει να καίει, έστω και με μικρότερη ένταση. Όταν, όμως, αυτή σβήνει, τότε το μόνο που μένει είναι ο καπνός κι η μυρωδιά του καμένου.

 

Συντάκτης: Mαριλένα Χρονοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη