Μια τίγρη ολημερίς έτρεχε για να εξυπηρετήσει τα θελήματα των λιονταριών. Στα πόδια τους δε δίσταζε να πέφτει και να τα βεβαιώνει πως «Ήταν τιμή της, ξοπίσω απ’ τις επιθυμίες τους να σπεύδει και πιστή υπηρέτης τους να στέκεται».

Μιαν ημέρα η τίγρη στάθηκε μπροστά από ένα λιοντάρι και το έσωσε. Τα λιοντάρια τότε παίνεσαν την τίγρη: «Εσένα», της είπαν, «θα ‘πρεπε να σε λεν λιοντάρι με τέτοιο θάρρος που κουβαλάς. Λιονταρίσια ειν’ η ψυχή σου, μπράβο σου, τίγρη, με τέτοιο σθένος, μία είσαι κι εσύ τώρα από εμάς».

Η τίγρη ύστερα απ’ αυτό άρχισε να επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία το θάρρος που τα λιοντάρια επισήμαναν πάνω της. Σε κάθε κίνδυνο, έτρεχε μπροστά να σταθεί για να δείξει γι’ άλλη μια φορά το σθένος που κουβαλούσε. Κι εκεί που κανείς δεν την καλούσε, μόνη της παρουσιαζόταν. Μέχρι που έφτασε να κατακρίνει στο τέλος και τα ίδια τα λιοντάρια. «Ανόητα λιοντάρια», φώναζε, «εγώ καλύτερα θα τα κατάφερνα από εσάς, εγώ παραπάνω θάρρος θαρρώ πως διαθέτω απ’ τη μεγαλειότητά σας».

Σαν αυτήν την τίγρη, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, και όταν μας επαινέσουν, ενώ φερόμασταν υποτακτικά ως τότε, αφού παίρνουμε θάρρος και μπορεί να αρχίσουμε ακόμη και να περιφρονούμε.

Καταρχάς, η τίγρη απ’ τη στιγμή που τα λιοντάρια επαίνεσαν το θάρρος της άρχισε να το επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία, μιας και της έλειπε η αίσθηση του μέτρου. Δηλαδή, δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως με τη συνεχή επίδειξη του θάρρους της, δε θα καταντούσε στο τέλος ένα σθεναρό πλάσμα, αλλά μια ενοχλητική παρουσία που ήθελε στα πάντα να χωθεί. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν μας επισημάνουν ένα ωραίο στοιχείο του χαρακτήρα μας, μπορεί να αρχίσουμε να κάνουμε κατάχρησή του και να το παρουσιάζουμε κι εκεί όπου είναι περιττό και στο τέλος να κουράσουμε μ’ αυτό και να κατηγορηθούμε πως τους έξυπνους πάμε να κάνουμε.

Επιπλέον, η τίγρη ενώ έτοιμη ήταν να φιλήσει ακόμη και τα πόδια των λιονταριών, όταν αναγνώρισαν κάποτε το σθένος της, εκείνη πήρε τόσο θάρρος που στο τέλος τα περιφρόνησε κιόλας, μιας και απ’ ότι φαίνεται, η υποτακτική συμπεριφορά που στην αρχή παρουσίαζε, δεν οφειλόταν στην πραγματική εκτίμησή της προς τα λιοντάρια. Στην πραγματικότητα ίσως ποτέ να μην τα χώνευε και μέσα της να τα υποτιμούσε, μα να μην την έπαιρνε τότε να εκφράσει τα αληθινά της αισθήματα. Μπορεί, όμως, τα λιοντάρια να καταφρόνησαν κάποτε την τίγρη κι έτσι όταν την επαίνεσαν, ν’ άφησε ελεύθερο όλο το παράπονο που μάζεψε μέσα της από τότε και να το εξωτερίκευσε με τη μορφή προσβολής και περιφρόνησης προς αυτά.

Τέλος, φερόμαστε υποτακτικά σε κάποιον όταν απ’ αυτόν εξαρτάται η θέση μας, μα όταν αισθανθούμε πως την κατοχυρώνουμε μπορεί να αλλάξουμε ολότελα συμπεριφορά. Δηλαδή, τον σκλαβώνουμε με την απαράμιλλη θέλησή μας να τον εξυπηρετήσουμε στα πάντα, ώστε αν έρθει ποτέ στη θέση να πρέπει να αποφασίσει κάτι εναντίον μας, να νιώθει άσχημα να το κάνει και να μη μας ζημιώσει. Όταν, όμως, κάνουμε πια κάτι τόσο μεγάλο για εκείνον, που εξασφαλίζει τη θέση μας, τότε παύουμε να εξαρτόμαστε απ’ την εκτίμησή του για εμάς, καθώς η πράξη μας από μόνη της είναι πια η ασφάλειά μας.

Κι έτσι, λοιπόν, η τίγρη έφτασε να αισθάνεται τόσο ανώτερη απ’ τα λιοντάρια που είπε: «Πολλή είμαι για τα λιοντάρια. Ώρα είναι μόνη μου να πορευθώ, επικεφαλής κι όχι απλώς μέλος μιας ομάδας, μου πρέπει εμένα να σταθώ». Μα μόλις έφυγε απ’ αυτά, εχθροί της επιτέθηκαν και κατάλαβε ότι η δύναμή της δεν αρκούσε τελικά. Κι έτσι, γονατιστή επέστρεψε στα λιοντάρια, εκλιπαρώντας τα να τη δεχθούν ξανά.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.