Ένα αρνί σκέφτηκε ένα κόλπο, για να γλυτώσει το μαντρί του απ’ τον λύκο που το λιγουρευόταν. Θα έπιανε φιλίες μαζί του, θα του ‘λεγε πόσο καλός και χρυσός λύκος ήταν, προκειμένου να κατακτήσει την καρδιά του και να τον κάνει, έτσι, να μη θέλει να φάει τ’ αρνιά.

«Καλέ μου λύκε», του είπε, λοιπόν. «Ξέρω πως κατά βάθος η καρδιά σου είναι χρυσή. Ξέρω, επίσης, πως η δύναμή σου είναι μεγάλη κι η καλοσύνη σου ακόμη μεγαλύτερη, κι είμαι βέβαιο πως μπορείς να ζεις και χωρίς να μας τυραννάς. Μπορούμε, μάλιστα, να γίνουμε και φίλοι, αν το επιθυμείς κι εσύ.»

Ο λύκος κοίταζε περίεργα αυτό το θαρραλέο αρνί. «Ναι, καλό μου αρνάκι. Έχεις δίκιο, είμαι πολύ καλός. Ας συμφιλιωθούμε, λοιπόν, κι εγώ δε θα σας ξαναφάω. Πρέπει, όμως, πρώτα να μου αποδείξεις πως με θεωρείς, στ’ αλήθεια, φίλο σου».

«Και πώς θα γίνει αυτό, φίλε μου λύκε;» είπε πρόθυμα το αρνί. «Μα είναι απλό. Άφησε απόψε την πόρτα στο μαντρί σου ανοιχτή, για να πεισθώ πως με νομίζεις πραγματικά για φίλο σου και πως με πιστεύεις, όταν λέω πως δε θα σας ξαναπειράξω», απάντησε, λοιπόν, με περίσσια αθωότητα ο λύκος.

Και το αρνί, υπερήφανο για τον διάλογο που πέτυχε να κάνει με τον λύκο, σκέφτηκε πως τον κατάφερε κι άφησε έτσι την πόρτα ανοιχτή, για να του αποδείξει τη φιλία του. Ο λύκος, όμως, εκείνη τη νύχτα, μπήκε στο μαντρί και το ρήμαξε. Το αρνί, τότε, ψιθύρισε: «Εγώ φταίω κι η καλοσύνη μου, που πήγα να δείξω στοργή σ’ ένα λύκο». Και θαρρούσε, λοιπόν, πως απ’ την καλή του την καρδιά έγινε το κακό στο μαντρί του.

Σαν αυτό το αρνί, λοιπόν, κάνουμε και μερικοί άνθρωποι και πιστεύουμε πως η υπερβολική μας καλοσύνη ευθύνεται για ό,τι κακό μας συμβαίνει και πως πάντα φταίει ένας κακός λύκος για τα δεινά μας. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως η καλοσύνη μας δεν είναι πάντοτε τόσο καθάρια.

Καταρχάς, όπως το αρνί δεν έδειξε καλοσύνη στον λύκο επειδή, στ’ αλήθεια, τον αγαπούσε, αλλά γιατί ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την ηρεμία στο μαντρί του, έτσι κι εμείς, όταν παραείμαστε καλοί με κάποιον, ίσως να γυρεύουμε κάτι να κερδίσουμε απ’ αυτόν. Μπορεί, δηλαδή, να είμαστε αρνιά μεν, όχι όμως ανυστερόβουλα δε, καθώς με την καλοσύνη που επιδεικνύουμε, θέλουμε να εξυπηρετήσουμε και δικά μας συμφέροντα και νομίζουμε πως συγκινώντας την καρδιά κάποιου, θα επιτύχουμε τον σκοπό μας.

Επιπλέον, το αρνί χαράμισε τα καλά του, τάχα, αισθήματα, γιατί ήθελε να πετύχει κάτι το αδύνατο: να κάνει καλό ένα λύκο. Κι εμείς, λοιπόν, όταν στοχεύουμε στα ακατόρθωτα, είναι λογικό ν’ αποτυγχάνουμε, μα, ωστόσο, δεν μπορούμε να ρίχνουμε ύστερα το φταίξιμο στον λύκο που δε σταμάτησε να τρώει τ’ αρνιά, μα σ’ εμάς τους ίδιους, που είχαμε την αφέλεια να πιστέψουμε πως θα μπορούσε να σταματήσει να το κάνει.

Τέλος, όταν είμαστε υπερβολικά καλοί με κάποιον, πόσο μάλλον μ’ ένα λύκο, ξέρουμε απ’ την αρχή πού πάμε να μπλέξουμε. Αν στερούμαστε πονηριάς, σαν καλά αρνιά που είμαστε, επομένως, πού πάμε να τα βάλουμε με λύκους, που είναι πολύ πιο ύπουλοι από εμάς και πώς νομίζουμε, κιόλας, πως θα τους καταφέρουμε με την καλοσύνη μας; Όταν, λοιπόν, ύστερα εκμεταλλευτούν τα καλά μας αισθήματα, δε θα ευθύνονται εκείνοι, αλλά εμείς, που θαρρούσαμε πως μπορούσαμε να επιδείξουμε περισσότερη πονηριά από κάποιον που είναι απ’ τη φύση του πιο πονηρός μας.

Το καλό αρνάκι, λοιπόν, απέτυχε παταγωδώς να πιάσει φιλίες με τον λύκο για να σώσει το μαντρί του απ’ αυτόν. Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια πως η καλοσύνη του φταίει για ό,τι έγινε, καθώς πίσω απ’ αυτήν υπήρχαν άλλοι σκοποί, που δεν ήταν κι ολότελα καθαροί.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη