Μια φοράδα, πάνω στη φούρια της, έριξε κάτω τον κουβά με το γάλα που κάποιο αρνί μόλις παρήγαγε. «Σιγά μη σκοτιστώ για τον κόπο που κατέβαλε αυτό το αγαθό πλάσμα, στοιχηματίζω πως με το μυαλό που διαθέτει μήτε που θ’ αντιληφθεί την έλλειψή του», μουρμούρισε σιγανά, μα το αρνί αφουγκράστηκε και με το παραπάνω τα υποτιμητικά σχόλιά της.

Έκτοτε, λοιπόν, τ’ αρνί της το κρατούσε, μα της δεν έλεγε ευθέως το πρόβλημα που ‘χε κι απλώς φρόντιζε να σχολιάζει προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει άσχημα. «Πού νομίζεις πως βρίσκεσαι φοράδα και τόσο κουνιστή περνάς από μπροστά μας;», της είπε κάποια στιγμή. «Κρίμα που η ουρά η δική σου δεν είναι τόσο γυαλιστερή όσο των ομοίων σου», σχολίασε μια άλλη φορά. Μα ό,τι κι αν της έλεγε, η φοράδα δε γύριζε να ρωτήσει ποιο ήταν το πρόβλημά του μαζί της και πού οφειλόταν η τόση εμπάθεια που τελευταία της έδειχνε, εκνευρίζοντας το αρνί ακόμη περισσότερο.

Μια μέρα, ωστόσο, η φοράδα ευαρεστήθηκε να μιλήσει στο αρνί: «Τι έπαθες, αρνί, και τόσο πικρόχολο έγινες τελευταία;». Αυτό τότε, αποκρίθηκε: «Μη νομίζεις πως δεν άκουσα τα απαξιωτικά σχόλιά σου, φοράδα, όταν το γάλα μου αφάνισες απ’ τον κουβά και μη θαρρείς πως τόσο ανόητο είμαι που την υποτίμησή σου δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ». Κι αφού το αρνί υπερασπίστηκε τη νοημοσύνη του που δέχθηκε πλήγμα με το σχόλιο της φοράδας, έπαψε πια να την εχθρεύεται. Σαν αυτό το αρνί, λοιπόν, και τα δικά μας αρνητικά συναισθήματα για κάποιον γίνονται λιγότερο έντονα τη στιγμή που θα του γνωστοποιούμε επιτέλους ποιο είναι το πρόβλημά μας μαζί του. Αρκεί να εκφράσουμε τα παράπονά μας για να νιώσουμε καλύτερα.

Καταρχάς, το αρνί υπερασπίστηκε επιτέλους τον εαυτό του στη φοράδα. Ήταν σαν να της έλεγε «δεν είμαι τόσο ανόητο όσο θαρρείς» και μ’ αυτόν τον τρόπο καταπράυνε το παράπονο που είχε. Με τον ίδιο τρόπο κι εμείς, λοιπόν, όταν εκφράζουμε τον λόγο που έχουμε ενοχληθεί, νιώθουμε ικανοποίηση επειδή δείχνουμε πως δεν είμαστε τόσο αφελείς όσο μπορεί κανείς να πιστεύει και πως μολονότι δε μιλούσαμε τόσο καιρό, είχαμε αντιληφθεί πώς έχουν τα πράγματα.

Επιπλέον, όταν εκφράζουμε επιτέλους τον λόγο της δυσαρέσκειάς μας σε κάποιον, βάζουμε ένα τέλος στο παράπονό μας πως «θα ‘πρεπε από μόνος του να αντιληφθεί πως έχουμε πρόβλημα και να σπεύσει ευθύς να το λύσει». Το γεγονός, μάλιστα, πως υποθέτουμε με βεβαιότητα ότι ξέρει πως έχουμε ενοχληθεί και παρ’ όλα αυτά δεν ενδιαφέρεται να μας προσεγγίσει, μάς κάνει να τον βλέπουμε ως πρόσωπο που υπεκφεύγει και θυσιάζει τη σχέση μας προκειμένου να μην μπει στον κόπο να εξηγηθεί.

Τέλος, το αρνί μπορεί να θύμωνε με τον εαυτό του, επειδή ασχολήθηκε με ένα σχόλιο που ήταν ανάξιο προσοχής και μ’ ένα πλάσμα που ήταν γνωστό για την υπερηφάνεια και την αλαζονεία που και σ’ άλλους έδειχνε. Κι έτσι, φουρκιζόταν με τον εαυτό του επειδή θύμωσε υπερβολικά ενώ δεν έπρεπε, και για την αδυναμία του να μη βάζει τέλος στο αρνητικό συναίσθημα που του γεννήθηκε, μ’ αποτέλεσμα να αποστρέφεται ακόμη πιο πολύ τη φοράδα, αφού εξαιτίας της έδειχνε αυτή την αδυναμία.

Έτσι, λοιπόν, το αρνί φανέρωσε στη φοράδα το πρόβλημα που ‘χε μαζί της κι έκτοτε έπαψε άσχημα να της μιλά. Όχι επίτηδες, μα απλώς πιο συμπαθητική σαν να του φάνηκε ξαφνικά.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.