Μια ζέβρα από φθόνο βογκούσε για την τύχη που μια σταλιά δεν την ωφέλησε, βλέποντας έν’ άλογο καμαρωτά να καλπάζει. «Γιατί η μοίρα του αλόγου, που τίποτα παραπάνω δε διαθέτει από μένα, να είναι τόσο ευνοϊκή και όλοι οι ένδοξοι καβαλάρηδες στη ράχη τη δική του να θέλουν να ανεβαίνουν;», παραπονιόταν γοερά με τη χαρά του αλόγου και πίστευε, λοιπόν, πως ήταν μεγάλη αδικία που το άλογο έχαιρε τέτοιας εκτίμησης και που η μεγαλειότητά της, η πολυτάλαντη και η αξιοζήλευτη, παρέμενε ανεκμετάλλευτη.

Έπειτα, ωστόσο, το άλογο έχασε ένα πέταλό του και οι καβαλάρηδες που σωρηδόν έσπευδαν να το ιππεύσουν, βλέποντας τη ζημιά που υπέστη, αφανίστηκαν άπαντες. Η ζέβρα, τότε, με μάτια που από χαρά γυαλοκοπούσαν, έβλεπε αυτή την ατυχία του αλόγου. «Τώρα θα καταλάβεις τι θα πει να μην ορέγεται κανένας να σε ιππεύσει», μονολογούσε, νοσηρά. Κι έπειτα: «Κι επιτέλους, υπερεκτιμημένο άλογο, θα δεις πως δεν άξιζες και τόσο πολλά τελικά».

Σαν αυτήν τη φθονερή ζέβρα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και η χαρά των άλλων μπορεί να μας προξενήσει ανείπωτο πόνο, ενώ η κακοτυχία τους, μεγάλη χαρά.

Καταρχάς, η ζέβρα θαρρούσε τον εαυτό της αδικημένο σ’ αυτή τη ζωή και πίστευε πως άξιζε περισσότερους καβαλάρηδες να στέκονται στη σειρά και να προσμένουν να την ιππεύσουν. Έτσι, βλέποντας το άλογο να χαίρεται την επιτυχία που -όπως εκείνη νόμιζε- η ίδια θα ΄πρεπε να γευόταν, βυθιζόταν σε μεγάλη θλίψη. Κι εμείς, λοιπόν, αισθανόμαστε φθόνο για τη χαρά κάποιου, καθώς πιστεύουμε πως σε μας θ’ άξιζε περισσότερο και επιδιδόμαστε, μάλιστα, σε οδυρμούς για το πόσο αδικημένοι είμαστε και για το πόσο λίγο μας εκτιμάνε σε σχέση με άλλους.

Επιπλέον, η πεποίθησή μας πως οι άλλοι είναι κατώτεροι από εμάς και πως επομένως δεν αξίζουν την ευημερία που βιώνουν μάς κάνει να χαιρόμαστε με την ατυχία τους, καθώς λέμε, νοσηρά: «Εκείνοι που δεν αξίζουν, για δες πόση επιτυχία γεύονται, ενώ εμείς, με τέτοια προσόντα, δεν μπορούμε ούτε να τους συναγωνιστούμε». Έτσι, όταν τους βρει μια κακοτυχία θεωρούμε πως αποδόθηκε επιτέλους δικαιοσύνη, καθώς πιστεύουμε πως άδικα χαίρονταν, εφόσον με τα προσόντα που διέθεταν δεν άξιζαν μια τέτοια χαρά.

Τέλος, αισθανόμαστε φθόνο λόγω της αδυναμίας μας να αντιληφθούμε πως όλοι βρισκόμαστε στο ίδιο ακριβώς σημείο και πως μια μεγάλη χαρά συνήθως αντισταθμίζεται κι από ένα αντίθετο συναίσθημα γι’ αυτόν που τη βιώνει. Δεν μπορούμε, επομένως, να καταλάβουμε πως όταν κάποιος είναι προικισμένος με ένα πλεονέκτημα, σίγουρα θα έχει και κάποιο αρνητικό χαρακτηριστικό, που θα περιορίζει το καλό του, στην τελική.

Κι έτσι, λοιπόν, το άλογο έχασε το πέταλό του και οι καβαλάρηδες έπαψαν πια να το προτιμούν για τις αποστολές τους. Η ζέβρα, με το στόμα ανοιχτό, ωστόσο, κοίταζε το άλογο που διόλου δεν έχασε από την υπερηφάνειά του. «Άλογο, με τέτοιαν ατυχία που σου χτύπησε την πόρτα, θαρρώ πως λίγο πιο προσωπικά έπρεπε να πάρεις το θέμα και έστω και για τους τύπους, σε πένθος για λίγο να βυθιστείς». Το άλογο, που ακόμη μακάρια χαμογελούσε, της είπε: «Καθόλου, ζέβρα, δε θρηνώ. Το πέταλο μπορεί να το ‘χασα, μα ξέρεις τι ευτυχία καινούρια αισθάνομαι, που στο ευλογημένο αυτό χώμα μπορώ πια κατευθείαν να πατώ;».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.