Ένα σαλιγκάρι σερνόταν απαρηγόρητο στη γη κι έκλαιγε, γιατί είδε μία φορά το κέλυφός του και μετά δεν μπόρεσε να το δει ποτέ ξανά. Έστρεφε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, μα ό,τι κι αν έκανε, ήταν αδύνατον να το αντικρίσει. Όλοι οι άλλοι, σαν το άκουγαν να σπαράζει, δεν το πίστευαν. «Πώς γίνεται να θυμάσαι ακόμη το κέλυφός σου;» του έλεγαν. «Τόσος καιρός πάει που δεν το βλέπεις.»

Το σαλιγκάρι, όμως, κουβαλούσε κάθε μέρα το κέλυφός του στην πλάτη του. Πώς ήταν δυνατόν, λοιπόν, να το ξεχνούσε ποτέ; Όσο κι αν δεν το έβλεπε, ένιωθε το βάρος του να το σκεπάζει και τη ζεστασιά του να το θερμαίνει, κάθε φορά που δεν ήταν καλά και κουλουριαζόταν μέσα σ’ αυτό.

Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, κι ένα παιδί που κουβαλά κάθε μέρα και κάθε ώρα μιαν ανάμνηση στο μυαλό του, δε θα μπορέσει να την ξεχάσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο μικρό κι αν ήταν όταν την έζησε.

Όταν, επομένως, ζήσουμε στην παιδική μας ηλικία ένα γεγονός, που το σέρνουμε κάθε μέρα στη θύμησή μας, τότε, αναπόφευκτα, δε θα μπορέσουμε να το ξεχάσουμε ποτέ. Αν, για παράδειγμα, είδαμε μια φορά στη ζωή μας ένα «κέλυφος» κι απ’ την επόμενη κιόλας ημέρα, φέρναμε στο μυαλό μας το χρώμα και τα σχήματά του και κάθε μέρα δεν κάναμε τίποτ’ άλλο παρά να το σκεφτόμαστε ξανά και ξανά, τότε πώς θα ‘ναι δυνατόν να το ξεχάσουμε ποτέ; Και πώς να μην μπορούμε να διηγηθούμε, ακόμη και με λεπτομέρειες, πώς μοιάζει, καθώς τόσα χρόνια άλλο δεν κάναμε, παρά να αναθυμόμαστε καθημερινά την όψη του;

Μερικές παιδικές μας αναμνήσεις, όμως, που μπορεί φαινομενικά να έχουν καταλαγιάσει εντελώς μέσα μας μάς κάνουν να ενδιαφερόμαστε για πράγματα, με τρόπο που μας φαίνεται ακατανόητος. Αν, για παράδειγμα, κανείς απ’ τον περίγυρό μας δεν ασχολείται με τα σαλιγκάρια κι εμείς δε θυμόμαστε να τα ‘χουμε συναντήσει ποτέ στη ζωή μας, μα δείχνουμε ξαφνικά ένα ανεξήγητο ενδιαφέρον γι’ αυτά κι επιδιδόμαστε, μάλιστα, στη μελέτη τους, με απαράμιλλη επιμονή. Ίσως, λοιπόν, αυτό να οφείλεται, στο ότι πριν πολλά χρόνια πατήσαμε, λόγου χάρη, ένα σαλιγκάρι και μας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το γεγονός, που μπήκε τότε μέσα μας ο σπόρος, που αργότερα έβγαλε φύτρα και φανέρωσε το ενδιαφέρον μας για τα σαλιγκάρια.

Τέλος, μερικές παιδικές αναμνήσεις, μπορεί να μην είναι εντελώς πραγματικές και να διατηρούνται από διηγήσεις του περίγυρού μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ούτε εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιο γεγονός αποτελεί πραγματική ανάμνηση, καθώς τόσο πολύ περιπλέκονται αυτά που θυμόμαστε μ’ εκείνα που μας εξιστορούν, που είναι αδύνατον, τελικά, να τα ξεχωρίσουμε. Ίσως, λοιπόν, να συγκατανεύσουμε για κάτι και να καμωθούμε πως το θυμόμαστε και να το διηγηθούμε μάλιστα κι εμείς παρακάτω, περιγράφοντας ακόμη και τα συναισθήματα που νομίζουμε πως νιώθαμε εκείνη τη στιγμή. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, μπορεί μόνο αμυδρά να το θυμόμασταν, ή ακόμη και καθόλου.

Άδικα, λοιπόν, δεν πιστεύουν το σαλιγκάρι μας επειδή πονά που δεν μπορεί να δει το κέλυφός του και που του λένε πως είν’ αδύνατον να το θυμάται ακόμη.  Αφού το είδε μία φορά κι αφού κάθε μέρα από τότε το σέρνει, το δόλιο, μαζί του, πώς να μην το θυμάται ολοκάθαρα, όπως ήταν τότε, τη μοναδική φορά, που κατάφερε να το δει;

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη