Βρίσκουμε ένα όμορφο λουλούδι και το κόβουμε για να το κρατήσουμε στο χέρι μας. Μα, για κακή μας τύχη, το χέρι μας φουσκώνει και γίνεται κατακόκκινο, γιατί το λουλούδι ήταν τελικά δηλητηριώδες.

Στην αρχή, λοιπόν, δεν μπορούμε παρά να καταραστούμε το όμορφο άνθος, μα όσο περνά η ώρα, η γνώμη μας γι’ αυτό γίνεται όλο κι ευνοϊκότερη: Πρώτα, σκεφτόμαστε πως δε φταίει το άνθος που έχει δηλητήριο. Μετά, ανατρέχουμε στο παρελθόν του για να βρούμε ποιος το δηλητηρίασε και πόσο άσχημα θα το ‘χε κακομεταχειριστεί αυτός που το ‘κανε. Και, τελικά, καταλήγουμε στην εικασία πως, ίσως, μια μάγισσα να ευθύνεται, ρίχνοντας το δηλητήριό της στο κακόμοιρο το λουλουδάκι, αφού ζήλεψε την ομορφιά του. Κι έτσι, λοιπόν, αντί να το κατηγορήσουμε που μας έβλαψε, βρίσκουμε, τελικά, ένα σωρό ελαφρυντικά κι ένα λόγο για να το λυπηθούμε.

Το ίδιο πράγμα κάνουμε και στη ζωή μας. Πολλές φορές τείνουμε να λυπόμαστε στο τέλος τα ίδια άτομα που μας βλάπτουν, ανατρέχοντας στις αιτίες των πράξεών τους, προκειμένου να βρούμε ελαφρυντικά που να δικαιολογούν τη στάση τους. Κι έτσι, αντί να γινόμαστε έξαλλοι μαζί τους για το κακό που μας έκαναν, μπορεί να καταλήξουμε όχι μόνο να τους δικαιολογήσουμε, αλλά να αναπτύξουμε και συμπονετικά αισθήματα.

Η ανάγκη μας να βρίσκουμε σ’ όλους κάτι αξιολύπητο, ίσως να ευθύνεται στην τάση που έχουμε να πιστεύουμε υπερβολικά στο καλό. Είμαστε πεπεισμένοι, δηλαδή, πως όλοι κατά βάθος είναι καλοί κι έτσι, δεν μπορούμε να δεχθούμε μια αρνητική πράξη ως πραγματική επιθυμία αυτού που την έκανε, αλλά προτιμούμε να τη δούμε ως αποτέλεσμα κακών επιρροών που είχε δεχτεί. Πιστεύουμε, λοιπόν, πως κάποιος άλλος θα τον έκανε να φέρεται έτσι και πως έχει υιοθετήσει αυτή τη συμπεριφορά εξαιτίας ατυχών περιστατικών του παρελθόντος του.

Μπορεί να λυπόμαστε εύκολα, ακόμη κι όσους δε φέρονται σωστά, ίσως γιατί μπαίνουμε πιο βαθιά στη θέση τους απ’ όσο θα ‘πρεπε. Σκεφτόμαστε τι θα οδηγούσε εμάς στο να δράσουμε με όμοιο τρόπο και καταλήγουμε πάντα σε μια δικαιολογία, που απαλύνει κάπως την ποταπότητα της πράξης τους. Κι έτσι, αφού βρίσκουμε μια καλή αιτία γι’ αυτό που μας έκαναν, βρίσκουμε κι έναν καλό λόγο για να τους συγχωρέσουμε και δεν αργούμε να τους απαλλάξουμε απ’ την όποια κατηγορία.

Το να πιστεύουμε, επίσης, πως όσοι φέρονται άσχημα μπορεί να είναι απλά αφελείς, μας κάνει να μην τους βλέπουμε ως επιβλαβείς αλλά ως καημένους. Το ότι νομίζουμε πως κάποιος μας έβλαψε όχι γιατί το ήθελε, αλλά επειδή έδρασε χωρίς να το πολυσκεφτεί, μας κάνει να τον συγχωρούμε χωρίς δεύτερη σκέψη και να καταπίνουμε το κακό που μας έκανε, καθώς αποκλείουμε το ενδεχόμενο ένα αφελές άτομο να μπορεί να σκεφτεί κακοπροαίρετα.

Κι έτσι, λοιπόν, αθωώνουμε χωρίς δισταγμό το δηλητηριώδες λουλούδι που μας έβλαψε. Και, δεν αποκλείεται, η στάση μας να ‘ναι η πιο δίκαιη, αφού μπορεί, πράγματι, κάποιος άλλος να του έχυσε το δηλητήριό του, κάνοντας και το ίδιο επικίνδυνο και τοξικό.

Με λίγα λόγια, ίσως και να μην είναι τόσο ανώριμο το να πιστεύουμε πως όλοι είναι καλοί κατά βάθος, καθώς έτσι μας απαλλάσσουμε απ’ την κακή διάθεση να τους νομίζουμε όλους για εχθρούς μας. Ωστόσο, δεν αποκλείεται επίσης μερικοί να έχουν πράγματι δηλητήριο μέσα τους και να χαίρονται κιόλας που το μοιράζουν.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη