Ένα πρόβατο πήγαινε πέρα-δώθε και μονολογούσε: «Γιατί όλα τα υπόλοιπα πρόβατα να βγάζουν γάλα απ’ τα σπλάχνα τους, αλλά εγώ όχι;». Και πικραινόταν, λοιπόν, που δεν αξιωνόταν να προσφέρει κι αυτό γάλα.

«Και τι δε θα ‘δινα, για να μπορούσα κι εγώ έστω μια σταγόνα γάλα να προσφέρω», μουρμούριζε μια μέρα και άξαφνα, μια φωνή του ‘πε: «Μην ανησυχείς, πρόβατο, γάλα σύντομα θα βγάλεις κι εσύ απ’ τα σπλάχνα σου, φτάνει να δεχθείς το τρίχωμά σου έπειτα απ’ αυτό να αφανιστεί και ποτέ ξανά να μην εμφανιστεί».

Το πρόβατο δεν πίστευε στ’ αφτιά του. «Ας μην ξαναδώ ποτέ μαλλί επάνω μου κι ας πολύτιμο θαρρούν μερικοί πως είναι. Σύμφωνο είμαι, λοιπόν», αποκρίθηκε ευθύς κι άρχισε να μαζεύει κι αυτό γάλα. Μερικά άλλα πρόβατα που είδαν τη θυσία που έκανε για να αποκτήσει γάλα, έλεγαν μεταξύ τους: «Δεν πάει καλά, το πρόβατο. Εγώ το σγουρό, ζεστό τριχωματάκι μου ποτέ δε θα αντάλλαζα με κάτι τόσο συνηθισμένο, όπως το γάλα».

Σαν αυτό το πρόβατο κάνουμε κι εμείς, λοιπόν, και θεωρούμε πολύτιμο ένα χαρακτηριστικό που δεν έχουμε από τη γέννησή μας, μα που με τη θέλησή μας αργότερα το αποκτούμε.

Καταρχάς, τα άλλα πρόβατα θα έπεφταν σε βαθύ προβληματισμό αν κάποιος τους έλεγε να διαλέξουν ανάμεσα στο μαλλί τους ή το γάλα τους. Διόλου απίθανο, μάλιστα, πολλά να θυσίαζαν το γάλα τους, μιας και ήταν για εκείνα τόσο εύκολο και συνηθισμένο να το παράγουν που δεν έβλεπαν την πολυτιμότητά του. Το πρόβατο, όμως, που δεν είχε την ευλογία ενός τέτοιου αξιώματος, μπορούσε να αντιληφθεί πόσο θαυμάσιο θα ήταν αν το παρήγαγε. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν αποκτήσουμε κάτι που δεν το έχουμε απ’ τη γέννησή μας, δεν το θεωρούμε κάτι συνηθισμένο κι επομένως εκτιμούμε την ύπαρξή του και αισθανόμαστε ευλογημένοι που έστω κι αργοπορημένα το κάναμε δικό μας.

Επιπλέον, αν το πρόβατο γινόταν πολύ αργό, ποτέ δε θα ‘λεγε: «Αν δεν κουβαλούσα όλο αυτό το γάλα, ελαφρύτερο θα ήμουν και πιο ευκίνητο, θαρρώ», μιας και πάντα θα μπορούσε να συγκρίνει πόσο μίζερη ήταν η ζωή του πριν να αποκτήσει το γάλα και θα έβλεπε πόσο άλλαξε όταν το είχε -προς το καλύτερο. Όταν αποκτήσουμε αργότερα ένα χαρακτηριστικό θα ΄ναι μετρήσιμα τα οφέλη του απ’ την προσθήκη του στη ζωή μας και έτσι ποτέ δε θα το μεμφθούμε αν με την απόκτησή του χάσαμε κάποια άλλα πράγματα.

Τέλος, όταν αποκτούμε με τη θέλησή μας ένα χαρακτηριστικό που δεν είχαμε από γεννησιμιού μας, πάει να πει πως κοπιάσαμε γι’ αυτό και πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να το αφήσουμε. Αφού, λοιπόν, υπερβήκαμε τον εαυτό μας για να το κάνουμε δικό μας και για να αναβαθμιστούμε με την απόκτησή του, πολύ δύσκολα θα το αποποιηθούμε και θα προχωρήσουμε δίχως αυτό, ό,τι κι αν μας τάξουν για να το εγκαταλείψουμε.

Κι έτσι, λοιπόν, το πρόβατο έβγαζε πια γάλα απ’ τα σπλάχνα του κι ήταν περίσσια ευχαριστημένο γι’ αυτό. Μια μέρα, ωστόσο, η φωνή επέστρεψε κι αυτή τη φορά μιλούσε σ’ όλα τα πρόβατα. «Ποιο πρόβατο θέλει όλο το γάλα που σωρεύει να μου το δώσει κι εγώ να του παρέχω ατέλειωτο χορτάρι για μια ζωή, ώστε ποτέ να μην το ψάχνει και να βόσκει χωρίς να κοπιάζει;». Όλα τα πρόβατα, τότε, πετάχτηκαν: «Εγώ! Εγώ! Εγώ!». Εκτός από ένα που συλλογιζόταν: «Μήτε που εκτίμησαν ποτέ το μέγα χάρισμά τους και τώρα όλο το θυσιάζουν, λίγο έτοιμο χορταράκι φτάνει να ‘χουν».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.