Μια ζέβρα έπνεε μένεα εναντίον της φοράδας, γιατί άρχισε να της λέει υποτιμητικά: «Κάθε φορά που σε βλέπω, ζέβρα, μου ‘ρχεται να σκάσω στα γέλια, αφού Εκείνος που σ’ έπλασε, μήτε που έκατσε να αποφασίσει ποιο χρώμα απ’ τα δύο να σου δώσει και μ’ αυτές τις παρδαλές ρίγες σ’ άφησε να σεργιανίζεις στη γη». Η ζέβρα, που είχε μπουχτίσει με την αλαζονεία της φοράδας, δεν κρατήθηκε. «Ή τόσο βαρετή έβρισκε την αφεντιά σου που ένα μονάχα χρώμα κουβαλάς, που ήθελε σε μένα να δώσει περισσότερο ενδιαφέρον και ομορφιά», της απάντησε, λοιπόν.

Η φοράδα, τότε, γέλασε, μιας και γνώριζε πως όλες οι ζέβρες εποφθαλμιούσαν τη δική της ομορφιά και έτσι είπε υπεροπτικά: «Θα ‘θελες, ζέβρα, την ομορφιά τη δική μου να κουβαλάς». Κι η ζέβρα, εκτός εαυτού πια, εξακόντισε όσα της φύλαγε από καιρό: «Ποια νομίζεις πως είσαι, φοράδα, που μπορείς τόσο να με υποτιμάς; Μια υπερφίαλη είσαι, μια υπερόπτης». Η φοράδα, ατάραχη, αποκρίθηκε: «Ουδέποτε σε υποτίμησα, ζέβρα. Μιαν αλήθεια απλώς είπα, πως οι φοράδες πιο πολύ διαθέτουν ομορφιά από σας. Μόνη σου μου επιτέθηκες, λοιπόν, κι αν θίχτηκες ευθύνη δεν έχω εγώ».

Κι έτσι, λοιπόν, από τότε οι δυο τους δε μιλιόντουσαν. Ως τη στιγμή που η ζέβρα είπε να αφήσει στην άκρη το θυμό της και να μιλήσει στη φοράδα. «Καλή σου μέρα, φοράδα», της είπε φιλικά. «Ω, ζέβρα, κατάλαβες επιτέλους το σφάλμα σου, βλέπω, και τώρα συμφιλίωση θαρρώ πως ζητάς», αποκρίθηκε, όμως, η φοράδα κι όλη η καλή διάθεση της ζέβρας να τη συγχωρέσει, τότε, έγινε καπνός.

Σαν αυτήν τη ζέβρα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, και παρόλο που έχουμε όλη την καλή διάθεση να συγχωρέσουμε κάποιον, πολύ εύκολα μπορεί να πάψουμε να επιθυμούμε τη συμφιλίωση.

Καταρχάς, μόλις η ζέβρα πήγε να της μιλήσει, η φοράδα θεώρησε πως το έκανε γιατί κατάλαβε το λάθος της. Κι η ζέβρα, βλέποντας τη φοράδα να πιστεύει λαθεμένα πως αποποιείται το δίκιο της μιλώντας της, ευθύς έπαψε να επιθυμεί να τη συγχωρέσει, μιας και θα σκεφτόταν: «Δεν μπορώ να αφήσω τη φοράδα να πιστεύει πως εκείνη είχε δίκιο και να της δώσω κι άλλο θάρρος, αφού απ’ την αλαζονεία της αυτή, ειν’ ικανή να πει σ’ όλους πως στα πόδια της έπεσα για να συμφιλιωθούμε». Έτσι κι εμείς, λοιπόν, ενώ θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον, όταν τον δούμε να στέκεται υπεροπτικά απέναντί μας, δε θα θέλουμε να του δώσουμε την ικανοποίηση να νομίζει πως επιδιώκουμε αυτήν τη συμφιλίωση, γιατί αναγνωρίσαμε επιτέλους το δίκιο του και να τον αφήσουμε να πιστεύει, κιόλας, πως μας έκανε χάρη, που δέχτηκε να τα βρούμε.

Επιπλέον, η ζέβρα αν πραγματικά επιθυμούσε αυτή τη συμφιλίωση, δε θα έχανε τόσο εύκολα τη διάθεσή της για συγχώρεση. Παρακινήθηκε, λοιπόν, από κάτι άλλο και προσέγγισε τη φοράδα απ’ την ανάγκη της, ίσως, να κάνει αυτό που ήταν το σωστό. Μας είναι δύσκολο να συγχωρέσουμε πραγματικά κάποιον, επομένως, αφού το κάνουμε πιο πολύ προκειμένου να υπηρετήσουμε αυτό που είναι «σωστό», κι όχι γιατί μέσα μας παύουμε να πιστεύουμε πως είχε άδικο απέναντί μας. Έχουμε τη διάθεση να συμφιλιωθούμε, απλώς για να μη μας καταλογιστεί το κακό του να μη συγχωρούμε όσους μας πίκραναν.

Τέλος, μπορεί να χάνουμε εύκολα τη διάθεσή μας για συμφιλίωση και να μας είναι δύσκολο να συγχωρούμε κάποιον, επειδή απλώς δεν ταιριάζουν τα χνότα μας κι επειδή οι χαρακτήρες μας σε τίποτα δε συμφωνούν μεταξύ τους. Κι έτσι με την πρώτη ίδια αντίδραση του άλλου που κάποτε μας εξόργισε, δε θα μπορούμε παρά να εξοργιστούμε ξανά και να παραιτηθούμε απ’ τη διάθεσή μας για συγχώρεση εκατέρωθεν.

Κι έτσι, λοιπόν, η ζέβρα ενώ πήγαινε να συμφιλιωθεί με τη φοράδα, με το που άκουσε να της λέει πως την προσέγγισε γιατί κατάλαβε το άδικό της, ευθύς κόρωσε ξανά: «Ουδέποτε είπα πως μ’ αρέσει που είσαι υπερφίαλη και υπερόπτης. Ένα καλό πήγα να κάνω και φταις εσύ, φοράδα, που δε μ’ άφησες ως έπρεπε να πράξω».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.