Ένας λύκος έκατσε να λογαριάσει όλα τα κακά που έκανε στη ζωή του. «Πώς θα μου συγχωρεθούν όλες αυτές οι αμαρτίες; Ποιος θα μου δώσει άφεση, για όλα τα αρνιά που γίνηκαν μια χαψιά στο στομάχι μου; Που, έτσι αθώα κι ανυποψίαστα σαν ήταν, εγώ μήτε που τα λυπήθηκα ποτέ; Πώς θα σωθώ εγώ μετά απ’ αυτά;», συλλογιζόταν και έβαζε τα κλάματα.

Τότε, όμως, ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό να του λέει: «Πάψε, λύκε, να κλαις, κι άκουσέ με. Αν μετάνιωσες πραγματικά για τα κακά που έκανες, θα το δείξει ο καιρός. Σε λίγες ημέρες, λοιπόν, θα ‘ρθω και πάλι κι αν μέχρι τότε μείνεις άπραγος και καθαρός, τότε θα ανοίξω, καλέ μου, τις πύλες μου για εσένα». Ο λύκος έμεινε να χάσκει στο άκουσμα της φωνής. «Σ’ ευχαριστώ και σου υπόσχομαι πως θα μείνω μακριά απ’ το κακό», απάντησε.

Κι έτσι, λοιπόν, ο καιρός περνούσε κι ο λύκος παρέμενε καθαρός και περίμενε τη μέρα που θ’ ακουγόταν ξανά η φωνή. Όμως, μάταια, όσο κι αν περίμενε δεν άκουγε τίποτα. Ώσπου, ένα πρωί βαρέθηκε να περιμένει κι είπε: «Κουραφέξαλα! Με κορόιδεψε η παλιοφωνή. Δεν υπάρχει σωτηρία για εμένα!». Και πάνω στο θυμό του, λοιπόν, έφαγε το πρώτο αρνί που βρέθηκε στο δρόμο του. Και, να σου τότε η φωνή να κατεβαίνει. «Επέστρεψα, λύκε. Λοιπόν, είσαι έτοιμος ν’ ανοίξω τις πύλες μου; Έμεινες, όπως είπαμε, καθαρός;».

Ο λύκος, τότε, αντί να ομολογήσει στη φωνή πως έφαγε μόλις τώρα ένα αρνί και να ζητήσει γονατιστός συγγνώμη γι’ αυτό, έκανε το εντελώς αντίθετο. Άρχισε να ουρλιάζει και να λέει προκλητικά: «Ποιος σε κάλεσε, βρε φωνή, και μου φορτώθηκες πάλι; Νομίζεις σε λογάριασα και πολύ τις προάλλες; Νομίζεις πως δεν καίγομαι γι’ άλλο πράμα, απ’ τη σωτηρία που μου ‘ταξες; Νόμιζες πως θα ‘μενα καθαρός; Τώρα, να, πριν έρθεις ακριβώς, έφαγα ένα αθώο αρνάκι. Χα χα χα, σε κορόιδεψα πως θα έμενα άπραγος, κι εσύ αφελέστατή μου, το ‘χαψες».

Σαν αυτόν το λύκο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, κι όταν έχουμε κάνει κάτι αξιόμεμπτο κι ύστερα έρχεται κάποιος και μας προσφέρει κάτι που θέλουμε πάρα πολύ, τότε μπορεί να φερθούμε και με χυδαίο ακόμη τρόπο. Καταρχάς, ο λύκος ίσως να αντέδρασε μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί σκέφτηκε: «Επέστρεψε η φωνή, γιατί δεν ξέρει πως μόλις τώρα έφαγα ένα αρνί. Αν το μάθει, οπωσδήποτε θα καταλάβει πως είμαι σκάρτος και θα μετανιώσει που γύρισε».

Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν έχουμε κάνει μιαν αξιόμεμπτη πράξη κι ύστερα μας προσφέρουν κάτι που θέλουμε, θα σκεφτούμε: «Μου το προσφέρει, γιατί δεν ξέρει τι αξιόμεμπτο έκανα. Αν το μάθει, σίγουρα θα πάψει να θέλει να μου κάνει την προσφορά.». Κι έτσι, πιστεύοντας πως όταν θα μάθουν το κατόρθωμά μας θα αλλάξει η γνώμη τους για εμάς, προτιμούμε να παρουσιάσουμε εκείνο που κάναμε με χυδαίο τρόπο, καθώς είναι σαν να τους λέμε: «Κοίτα τι χαζός που είσαι! Πας να προσφέρεις κάτι σε κάποιον σαν κι εμένα, που έχω κάνει το τάδε κακό».

Επιπλέον, μπορεί να εκθέσουμε με χυδαίο τρόπο μια αξιόμεμπτη ενέργειά μας, αν μας προσφέρουν κάτι, όταν την έχουμε ήδη κάνει, απ’ το θυμό μας προς τον εαυτό μας. Δηλαδή, ο λύκος δεν μπορεί να μη σκέφτηκε: «Τι ανόητος που είμαι. Αν δεν έτρωγα αυτό το αρνί, τώρα όλα θα ήταν τέλεια και θα σωζόμουν δίχως πρόβλημα». Σημαίνει, επομένως, πως μετανιώνουμε γι’ αυτό που κάναμε, καθώς αν δεν προχωρούσαμε στην πραγματοποίησή του, τώρα θα αποδεχόμασταν την προσφορά και θα είχαμε αυτό που τόσο καιρό θέλαμε.

Τέλος, όταν προσπαθούμε να διορθωθούμε για να μας προσφερθεί κάτι, μα εκείνο καθυστερεί να έρθει και πάνω στην απογοήτευσή μας προχωράμε σε κάτι κατακριτέο κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή έρχεται, τότε δεν μπορούμε παρά να τα βάλουμε μαζί του, που άργησε, καθώς αν ερχόταν μιαν ώρα αρχύτερα, όλα θα ήταν μια χαρά και δε θα κάναμε εκείνην την αξιόμεμπτη πράξη. Κι έτσι, λοιπόν, παρουσιάζουμε με χυδαίο τρόπο το κατόρθωμά μας, γιατί μέσα μας έχουμε την ανάγκη να πούμε: «Κοίτα τι πέτυχες με την αργοπορία σου! Όλα καταστράφηκαν χάρη σ’ αυτήν. Ένα λεπτό πριν να έφτανες, και δε θα είχα προσφύγει στην τάδε αξιοκατάκριτη πράξη».

Κι έτσι, λοιπόν, ο λύκος έβαζε τις φωνές και έλεγε πως δεν ήθελε πια τη σωτηρία. Μα η φωνή του είπε τότε γλυκά: «Λύκε μου, το έκανες, μα το μετάνιωσες, το ξέρω, γι’ αυτό κι αντιδράς τόσο προκλητικά. Αν προσέξεις από εδώ και πέρα, οι πύλες μου ακόμα σε περιμένουν». Κι ο λύκος ευθύς μαλάκωσε κι έσκυψε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.