Μιας καμηλοπάρδαλης της άρεσε να σηκώνει το κεφάλι πάνω απ’ τον φράχτη και να βλέπει κρυφά τι κάνουν τα άλλα ζώα. Έπειτα, το μαρτυρούσε εμπιστευτικά, τάχα, εκεί όπου έπρεπε και τους αναστάτωνε όλους.

Κάποια στιγμή, ωστόσο, κάποιος είδε την καμηλοπάρδαλη να κρυφοκοιτάζει και φώναξε: «Να τη! Να ποια είναι η σπιούνα! Να ποια μας κάνει όλους ανάκατους». Κι έτσι της βγήκε το όνομα, αφού όλοι πια την είχαν για σπιούνα κι ανακατώστρα.

Σαν πέρασαν, όμως, μερικά χρόνια, η καμηλοπάρδαλη άλλαξε ολότελα κι ένιωθε φριχτή ντροπή όταν καμιά φορά αναθυμόταν πως έναν καιρό καθόταν και κρυφάκουγε. Όλοι οι υπόλοιποι, ωστόσο, ουδέποτε έδειξαν να σκέφτονται πως κάποτε υπήρξε σπιούνα, καθώς από τότε όχι μόνο δεν ανέβαζε το κεφάλι πάνω απ’ τον φράχτη, μα μήτε που το σήκωνε, κιόλας, ποτέ.

Όταν, παρ’ όλα αυτά, γνώριζε κάποιο πλάσμα, κι όταν μάλιστα αυτό το πλάσμα τη συμπαθούσε, καθώς ήταν στα αλήθεια άξια κάθε εύνοιας, η καμηλοπάρδαλη είχε έναν τρομερό φόβο: «Τώρα με συμπαθεί, μα αν μάθει πως κάποτε υπήρξα σπιούνα, μήτε που θα με εκτιμά μήτε που θα θέλει να μου ξαναμιλήσει».

Σαν αυτήν την καμηλοπάρδαλη, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, κι εξακολουθούμε να ντρεπόμαστε για μιαν αξιοκατάκριτη πράξη μας που έγινε στο παρελθόν, κι ας έχουμε αλλάξει ολοκληρωτικά από τότε.

Καταρχάς, η καμηλοπάρδαλη κάθε φορά που κέρδιζε τη συμπάθεια ενός νέου πλάσματος, είχε μέσα της τον φόβο πως όταν θα μάθαινε το παλιό της κατόρθωμα, θ’ άλλαζε η γνώμη του για ‘κείνη. Έτσι κι εμείς, όταν γνωρίζουμε κάποιον και κερδίζουμε την εύνοιά του, δεν μπορούμε να τη χαρούμε, καθώς μέσα μας θα υπάρχει πάντα ο τρόμος πως θα μάθει πως κάποτε κάναμε κάτι αξιοκατάκριτο και πως τότε θα πάψει, οπωσδήποτε, να μας εκτιμά και να μας σέβεται. Κι ίσως, μάλιστα, να σκεφτεί: «Για δες που πήγα να τον συμπαθήσω κιόλας. Ούτε που του φαίνεται πάντως πως είναι τέτοιος και πως έκανε το τάδε κακό».

Επιπλέον, τα άλλα ζώα μπορεί μεν να φαινόταν πως έπαψαν να θυμούνται τις αλλοτινές σπιουνιές της καμηλοπάρδαλης, μα εκείνη διατηρούσε πάντα μέσα της την υποψία πως ποτέ τους δεν τις ξέχασαν. Έτσι, λοιπόν, παρόλο που οι άλλοι μπορεί πραγματικά να αντιλαμβάνονται πως έχουμε αλλάξει, εμείς εξακολουθούμε να ‘μαστε καχύποπτοι και να νομίζουμε πως μέσα τους λένε πως «Το ‘χει κάνει μία φορά το κακό, άρα θα το ξανακάνει». Θαρρούμε, επομένως, πως υποκρίνονται και πως διατηρούν ακόμη τις επιφυλάξεις τους απέναντί μας.

Όταν έχουμε κάνει κάτι για το οποίο ντρεπόμαστε στο παρελθόν, τότε σε κάθε επίτευγμά μας θα ‘χουμε την τρομερή πεποίθηση πως οι άλλοι θα σκέφτονται πως «Εντάξει, μπορεί να έχει επιτύχει το τάδε καλό, όμως μην ξεχνάς πως τότε έκανε εκείνο το φοβερό κακό». Κι έτσι, εκείνη η επαίσχυντη πράξη που κάναμε κάποτε, θα θαρρούμε πως θα επισκιάζει πάντα κάθε επιτυχία μας και πως όσα κατορθώματα κι αν πετύχουμε, δε θα ‘ναι ποτέ αρκετά για να την εξαλείψουν.

Τέλος, ίσως να μην μπορούμε να βγάλουμε από πάνω μας την ντροπή μας από μια πράξη μας, γιατί εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε σίγουροι πως, στ’ αλήθεια, πάψαμε να ‘μαστε εκείνος ο άνθρωπος που κάποτε έσφαλε. Δεν μπορούμε κι από μόνοι μας να παραδεχτούμε, επομένως, πως είναι δυνατόν να μετανιώσαμε και ν’ αλλάξαμε, κι έτσι ίσως να νομίζουμε πως απλώς καμωνόμαστε τους καλούς για να καθαρίσουμε το όνομά μας, μα πως μέσα μας εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε το ίδιο επαίσχυντα με τότε που σφάλαμε.

Κι έτσι, λοιπόν, η καμηλοπάρδαλη έπαψε να ‘ναι σπιούνα, μα όσα χρόνια κι αν πέρασαν, ποτέ δε σταμάτησε να θεωρεί τον εαυτό της σαν τέτοιο και δεν πέρασε μέρα που να μη σκεφτεί, με απαράμιλλη ντροπή, πως κάποτε εκτελούσε χρέη καταδότριας και πως το ευχαριστιόταν μάλιστα.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη