Είναι γεγονός ότι όταν μπαίνουμε σ’ ένα χώρο, σ’ ένα μαγαζί για ψυχαγωγία, δεν ανάβουν οι ντισκομπάλες των παλιών εκείνων μαγαζιών. Δεν ακούγονται παλαμάκια και τα ντραμς δεν ηχούν πανηγυρικά. Σαματάς δε θα γίνει και δε μας περικυκλώνει πλήθος, απ’ αυτό που ανταλλάσσει φιλιά στον αέρα όπως οι μεγαλοκυρίες, δήθεν λόγω κραγιόν. Δεν ήμασταν ποτέ η ψυχή των πάρτι, δεν πηγαίναμε καν σε πολλά απ’ αυτά.

Σε γιορτές και γενέθλια δεν ανοίγουν μπουκάλια για πάρτη μας και σε μεγάλες συγκεντρώσεις θα μας δεις κάπου καταχωνιασμένους στο βάθος. Στο σχολείο καθόμασταν  συνήθως στο τελευταίο θρανίο και στα διαλείμματα δε θα μας έβρισκες σε πηγαδάκια. Σε δουλειές κι αμφιθέατρα θα μας δεις πάλι κάπου παράμερα, χωμένους σε σημειώσεις, άσχετα αν ήμασταν και είμαστε πάντα τυπικοί στις όποιες υποχρεώσεις μας. Άσχετα αν το χαμόγελο δε μας έλειψε ποτέ.

Είμαστε αντικοινωνικοί. Ε ναι. Είμαστε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η λέξη «αντικοινωνικός» συγκαταλέγεται στ’ αρνητικά ενός ανθρώπου. Ιδιαίτεροι άνθρωποι, φαινομενικά «γεροπαράξενοι». Μα με καρδιά παιδική, που λίγοι καταφέρνουν να το διαπιστώσουν. Μας αρέσει η μοναχικότητά μας, ακόμη και τις φορές που θα μπορούσαμε να την απορρίψουμε και να δοθούμε. Δε μας βρήκε αυτή η μοναχικότητα, την επιλέξαμε κάποιοι, γεννηθήκαμε μ’ αυτή. Όπως θέλεις πες το.

Το σπίτι μας είναι το βασίλειό μας. Θα πρέπει ο άνθρωπος που προτείνει κάτι να’ ναι ιδιαίτερος για να αποφασίσουμε να τ’ αφήσουμε για κάποιες ώρες. Μα και να είναι, ίσως πάλι να μην τ’ αφήσουμε κάποιες φορές. Δεν είμαστε σνομπ, δεν είμαστε υπεράνω. Δεν είμαστε ακατάδεκτοι. Απλά ο ψυχισμός μας είναι ενίοτε βαρύς, παιδί δύσκολο και ‘μεις δεν μπορούμε να τον μοιραζόμαστε τακτικά. Στο βασίλειό μας χωρούν, όμως, όλοι εκείνοι οι «χίλιοι καλοί» που λέει η παροιμία. Απλά κι αυτό λίγοι θα το μάθουν.

Είμαστε σχεδόν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους. Μία διαφορά, όμως, μας χαρακτηρίζει. Αυτή είναι και η σημαία μας, η δύναμή μας. Ίσως να έχουμε κι εμείς όλες ή κάποιες απ’ τις ανασφάλειες που έχουν οι απέναντί μας. Σε οικονομικά, συναισθηματικά, κοινωνικά πλαίσια. Μία όμως δεν έχουμε, δεν είχαμε και δε θ’ αποκτήσουμε ποτέ. Εκείνη την ανασφάλεια του φόβου μη μείνεις μόνος. Από φίλους ή ερωτική συντροφιά.

Ένας τρυφερός σύντροφος πάντα θα μας λείπει τις εποχές που δε θα υπάρχει στη ζωή μας. Και τους ανθρώπους μας τους αγαπούμε πολύ. Πιστεύουμε σθεναρά ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος για συντροφικότητα. Μα δε φοβόμαστε την ιδέα του να μείνουμε μόνοι. Δε μας τρώει, δε μας έφαγε ποτέ το σαράκι της ανασφάλειας της μοναξιάς. Ίσως γιατί νιώθουμε δυνατοί και μόνοι, ίσως γιατί παρέα μας πάντα ήταν ο εαυτός μας και ήταν όντως, μεταξύ μας, η καλύτερη παρέα.

Ποτέ δε βρήκαμε γαλήνη σε «γνωστούς», σε παρέες άσχετες και σε τσούρμα από ξένους. Σε ρεβεγιόν και χοροεσπερίδες. Ελκυστικοί για μας ήταν πάντα εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι που είχαν την προοπτική ή τις προδιαγραφές να γίνουν κολλητοί. Οι άλλοι λογίστηκαν ως περαστικοί, όπως τα πρωινά στην Πανεπιστημίου και την Τρικούπη που τους προσπερνάμε αδιάφορα. Αφού μπορούμε και μόνοι μας μια χαρά, γιατί να διατεθούμε στο λίγο; 

Οι φίλοι οι παλιοί μας έχουν μάθει πλέον. Στις χαρές θα τους ειδοποιήσουμε πρώτους, να χαρούν μαζί μας. Το αξίζουν και το κέρδισαν. Μα στα δύσκολα, στα ζόρια θα κάνουμε ίσως μέρες να φανούμε. Ίσως να μην πάρουμε τηλέφωνο για μέρες, ίσως να πούμε όχι σε καφέδες και κρασάκια. Τον πόνο μας τον διαχειριζόμαστε καλύτερα μόνοι μας. Και οι ώρες εκείνες της απομόνωσης είναι οι ώρες αυτές που φορτίζουν οι μπαταρίες μας. Είναι γεγονός ότι και σε ερημικό νησί να ξεμέναμε μόνοι, δε θα απελπιζόμασταν. Θα φτιάχναμε έπιπλα από μπαμπού, θα σκαλίζαμε σε πέτρες, θα ονειροπολούσαμε με τις ώρες. Αν ήταν να μας πλήξει κάτι, αυτό θα ήταν ο καιρός. Η μοναξιά ποτέ.

Έχουμε θησαυρό μέσα μας και τον έχουμε έτοιμο για προσφορά. Μα δε θα τον βγάλουμε ποτέ στο σφυρί. Σε αγορές ή σε θεάματα. Δε θα τον διαφημίσουμε ποτέ. Όσοι τον δουν, τον είδαν. Όσοι τον αξιώσουν, τον αξίωσαν. Θα τον μοιραστούν μονάχα εκείνοι οι λίγοι που θα καταφέρουν να τρυπώσουν στη ζωή μας. Με υπομονή, με ενσυναίσθηση, με κατανόηση. Ότι δεν είναι όλα ορθάνοιχτα σε μας όχι επειδή η μύτη είναι ψηλά, μα επειδή το βλέμμα είναι χαμηλά.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα