Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Θα ξυπνάς το πρωί με βάρος στο στέρνο μεγαλύτερο απ’ το δικό σου βάρος. Δε θα χωρά στο σπίτι η ερημιά σου και η μοναξιά σου θα ναι πάντα εκεί κάθε πρωί. Θα την ταίζεις με login και κάθε βράδυ δε θα ξέρεις τι να την κάνεις που θα κλαίει σαν μωρό. Θ’ ακούς το κλάμα της και θα κλείνεις τ’ αυτιά σου, όμως αυτό δε θα σταματά.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Και κάθε πρωί θα χαμογελάς μα θα νιώθεις το κρύο του χειμώνα μέσα σου. Θα κλείνεις παράθυρα, θ’ ανάβεις θέρμανση μα δε θα φεύγει. Και το χαμόγελό σου το πρωινό δε θα βρίσκει αποδέκτη. Μα θα’ ναι εκεί. Θα ξυρίζεσαι να φαίνεται πιο όμορφο μα κανείς δε θα το ψάχνει. Θα το χαρίζεις στη γειτονιά, σε καταστήματα και περαστικούς, μα κανέναν δε θα τον νοιάζει.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Μα δε θα το ξέρει κανείς. Όλοι θα βλέπουν μια επιλογή, μα κανείς αυτόν που την έκανε. Δε θα ψάχνει κανείς να μάθει ποιος είσαι και τι θες. Ποιος ήσουν κάποτε και τι αγώνα έκανες. Δε θα σε ψάχνουν, γι’ αυτό και δε θα σε βρίσκει κανείς. Θα παραμένεις η καμία επιλογή όλων όσων κάποτε εσύ θέλησες να σ’ έχουν πρώτη. Μα δε θα τους νοιάζει.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Στην ίδια πλαϊνή, εμβρυική στάση στην οποία σε θυμάμαι. Χέρια να ξεκινούν απ’ την πλάτη σου δε θα υπάρχουν να σε χαϊδέψουν όπως τότε και τα μαλλιά σου δε θα ξεμπλέκουν άλλα ακροδάχτυλα. Θα λαχταράς να νιώσεις άλλο στέρνο στην πλάτη σου, μα αυτό δε θα ΄ρχεται. Κι ό,τι έρχεται δε θα σε νοιάζει εσένα. Δε θα σε αφορά. Πραγματικά.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Θα ψάχνεις να τη βρεις απ’ όπου μπορείς. Και μετά, απελπισμένος, θα την ψάχνεις εκεί όπου κάποτε υπήρχε. Μα δε θα βρίσκεις τίποτα πλέον γραμμένο για σένα. Θα ψάχνεις εκεί απ’ όπου έφυγες εσύ και δε θα’ ναι πια κανείς. Θα ψάχνεις κι εκεί όπου το νοιάξιμο το βάφτισες κάποτε κριτική. Θα ξέρεις πλέον ότι δεν ήταν, μα ούτε αυτό δε θα υπάρχει για σένα πια. 

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Ενώ τα δικά μου καντάρια θα ‘ναι πάντα γεμάτα. Να ξεχειλίζουν όλα από κείνη, μα όχι για σένα. Δε θα φτάνει πια ίχνος και της δικής μου εκεί, όσο κι αν ήθελα πάντα να στη διαθέτω. Θα παραμένεις νηστικός, αποδεκατισμένος, μόνος. Ούτε το ρεύμα δε θα σε λυτρώνει, ούτε πλέον τα login σου. Θα την ψάχνεις απεγνωσμένα, μα εκείνη δε θα σε γνωρίζει πια.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Θα τη φωνάζεις σθεναρά μα δε θα σ’ ακούει πια κανείς. Θα ψάχνεις εκείνη την οποία κάποτε είχες κι απαξιούσες, την ανθρώπινη. Θα μυρίζεις, σποραδικά, διαφορετικό δέρμα στο κρεβάτι, μα δε θα τη βρίσκεις πουθενά. Θα ψάχνεις αυτά που γράφω να δεις αν υπάρχει ακόμη εκείνη η παλιά, η δική μου, μα δε θα βρίσκεις τίποτα. Θα είσαι έτοιμος, πλέον, ν’ ακούσεις οτιδήποτε απ’ αυτά απ’ τα οποία κρυβόσουν, μα δε θα υπάρχει πλέον κανείς να στα πει.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Αλλαγμένος κάποτε αργότερα, μετανιωμένος, ολοκαίνουριος, θα ξαναβγεις στο δρόμο να τη βρεις. Χωρίς ρεύμα πια. Περπατώντας. Θα μυρίζεις ακόμη την περίσσεια τη δική μου μα δε θα βρίσκεις δρόμο να σε φέρνει εδώ. Θα με φωνάζεις. Να ξαναγίνω κάτι όπως παλιά. Φίλη, άνθρωπος δικός σου. Θα σ’ ακούω, θα θέλω πάλι να στη δώσω. Γιατί το να νοιάζεσαι δεν είναι ρούχο που πετάς. Θα είσαι έτοιμος να την αξίζεις. Να την κερδίσεις. Κι εγώ θα ‘μαι έτοιμη να συγχωρέσω. Μα δρόμο κανέναν δε θα βρίσκεις να καταλήγει εδώ.

Θα μένεις πάντα νηστικός από αγάπη. Θα μπορώ πάντα να στη δώσω. Μα δε θα με νοιάζει πια.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα