Άλλη μία μέρα ξημέρωσε που δεν έχουμε βρεθεί και συνεχίζω στους ίδιους ρυθμούς. Σε σκέφτομαι με την πρώτη καυτή γουλιά καφέ το πρωί, σ’ εκείνη την κουζίνα που λαχταρά να μας δει μαζί κάποιο πρωί. Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω. Σε παίρνω μαζί στο δρόμο για τη δουλειά. Τα πρωινά σε σκέφτομαι και χαμογελώ στα βρόμικα τζάμια των λεωφορείων, ώστε κανείς να μη βλέπει. Είσαι κάπου εκεί έξω και με σκέφτεσαι το ίδιο!

Άλλη μία μέρα που δεν έχουμε βρεθεί και η ζωή κυλά δύσκολα, αλλά κυρίως βαρετά. Ο κόσμος έξω καίγεται, πονά, ασφυκτιά. Μαζί ξέρω ότι θα τον φτιάχναμε καλύτερο. Θα γινόταν αυτόματα καλύτερος με το που θα συναντιόμασταν. Σου γράφω για να καλύψω λιγάκι το κενό της απόστασης, ίσως και για να υπάρχουν αργότερα στοιχεία για το πώς ήταν όλα πριν να έρθεις. Μετράω τα πλακάκια στα πεζοδρόμια, παίζω με καινούριες διαδρομές με άλλα λεωφορεία, προσπαθώ να κάνω μόνη μου το κάθε πρωινό διαφορετικό, αφού δεν είμαστε ακόμη μαζί.

Έχει περάσει καιρός και ομολογώ υπήρξαν φορές που νευρίασα μαζί σου για το χρόνο που περνάμε χωριστά. Βλέπεις, ενδόμυχα μου τη σπάνε όλες εκείνες οι φεμινιστικές ψυχολογικές αμερικανιές  που βρίσκεις στα βιβλία αυτοβοήθειας για τα δήθεν «μπορείς και μόνος σου τα πάντα» και όλα αυτά. Μου τη σπάνε, άσχετα εάν τις έκανα πράξη. Μπορείς τα πάντα και μόνος. Ε και; Μπορείς. Θέλεις όμως; Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για δυο, από καταβολής κόσμου κι αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ.

Υπήρξαν φορές που νόμισα ότι ήσουν εσύ που ήρθες, μα είχα γελαστεί. Οι περαστικοί ανέκαθεν με αποπροσανατόλιζαν προσωρινά. Από μακριά φαινόταν ότι ήσουν εσύ. Μα όλα αλλάζουν όταν κάποιος πλησιάζει ή όταν εσύ πλησιάζεις κάποιον. Θα το έχεις δει αντίστοιχες φορές, όσες κι εγώ. Είναι που χάνεται κάθε παραμορφωτικό φίλτρο όταν οι άνθρωποι κοιτιούνται κατάματα, από κοντινή απόσταση και η ανάγκη μπαίνει πάντα σε δεύτερη μοίρα. Δεν ήσουν εσύ και η απογοήτευση ήταν μεγάλη.

Σε περιμένω κι έχω προετοιμάσει το χώρο και το χρόνο σε όλα για όταν έρθεις. Σαν τις παλιές νοικοκυρές που ετοιμάζουν το σπίτι πριν μια μεγάλη γιορτή. Τίναξα καλά τη σκόνη των συμβιβασμών όλων αυτών των χρόνων και ξεσκόνισα κάθε επιφάνεια της ψυχής μου πάνω στην οποία υπήρξε θυμός για τα παλιά. Αέρισα καλά το σπίτι να φύγει κάθε μυρωδιά μοναξιάς και γέμισα το χώρο με νέες μυρωδιές. Λαχτάρα κι ανυπομονησία, υπομονή και προσμονή. Ετοίμασα κι εμένα, φόρεσα τα καλά μου συναισθήματα, εκείνα που ανέκαθεν είχα μεν, αλλά τα φυλούσα μόνο για σένα.

Τα βράδια γυρνώντας σπίτι μελαγχολώ και μουτρώνω στα ίδια βρόμικα τζάμια των λεωφορείων που δέχονταν τα πρωινά μου χαμόγελα. Ο χρόνος περνά αμείλικτα αργά όταν ανυπομονείς για κάτι και άλλη μία μέρα κλείνει έτσι, χωρίς να έχουμε συναντηθεί. Θα ερχόμουν εγώ να σε βρω αλλά δεν ξέρω ποιος είσαι και πού μένεις. Σε περιμένω ξοδεύοντας το τώρα σε ένα σωρό συμβιβασμούς. Κρατώ όμως την ουσία μου ανέγγιχτη μόνο για σένα.

Να ξέρεις πως υπάρχω κι ας είμαι μακριά σου. Ας μην ξέρεις ακόμη ποια είμαι. Μην παραιτείσαι από την ιδέα μου. Μη σταματάς να προσπαθείς να διακρίνεις εμένα πίσω από μάτια που συναντάς στο δρόμο σου. Σύντομα θα είναι τα δικά μου αυτά που θα κοιτάς. Μόνο μην παραιτείσαι. Μην εγκαταλείψεις εύκολα την ιδέα του «μαζί». Αυτό κάνω κι εγώ. Δεν εγκαταλείπω. Το ξέρω πως υπάρχεις και ψάχνω να σε βρω.

 

Σημείωση: Ο τίτλος και ο υπότιτλος είναι παρμένα από το παρακάτω τραγούδι του Λουδοβίκου των Ανωγείων.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα