Μια φορά κι έναν καιρό που λέτε, όταν ήμασταν μικροί, οι γιαγιάδες μας, οι μαμάδες μας, ή όποιος ήταν εύκαιρος τέλος πάντων, μας διάβαζε παραμύθια. Πολύ μας άρεσαν τα παραμύθια. Με βασιλοπούλες, με γουρουνάκια, με λύκους, με σπιτάκια φτιαγμένα από σοκολάτα στο δάσος κ.λπ. Πώς το λιγουρευόμουν αυτό το σπιτάκι που είχε τοίχους από κέικ, καραμελωμένα τζάμια και κεραμίδια από σοκολάτα. Δεν τ’ αδικώ τα Σουηδάκια που δε μάσησαν από μάγισσες και πράσινα άλογα και μπούκαραν. Κι εγώ να σας πω, θα τσίμπαγα και θα έμπαινα. Και δεν πα’ να το ‘χε το σπίτι ο Μητσοτάκης ντυμένος νεράιδα; Χέστηκα.

Αχ τι ωραία χρόνια που λέτε, που άλλος σου διάβαζε αργά-αργά το παραμυθάκι κι εσύ τον άκουγες χωρίς να ήσουν υποχρεωμένος να το μάθεις απ’ έξω. Και γλυκά γλυκά σ’ έπαιρνε κι ένας ωραίος ύπνος στο παιδικό κρεβατάκι σου ακούγοντας την όμορφη αυτή ιστορία. Πολύ θα γούσταρα να το ζήσω και πάλι αυτό τώρα που μεγάλωσα, αλλά δυστυχώς δεν παίζει. Θα αρκεστώ στο να γυρίζω απ’ τη δουλειά και ν’ ακούω στις ειδήσεις τον καλό μας Πρωθυπουργό μας να λέει κι αυτός τις δικές του φανταστικές ιστορίες. Κι έτσι μην έχοντας άλλη επιλογή, γέρνω κι εγώ στον καναπέ μου με το υποκατάστατο. Ας είναι.

Υποτίθεται λοιπόν ότι η ψυχοσύνθεσή μας ως παιδιά ήταν ευερέθιστη και κάθε τι μπορούσε να μας επηρεάσει και μεταγενέστερα. Τα παιδικά τραύματα που λέμε; Αυτά. Τα παραμύθια λοιπόν ήταν το αθώο μέσον που αναλάμβανε τρόπον τινά, έναν ρόλο διαπαιδαγώγησης. Ας δούμε επί τούτου πόσο τα κατάφεραν.

Όπως πολλοί από εσάς, έτσι κι εγώ, ένα από τα πρώτα παραμύθια που μου διάβασαν, ήταν η κοκκινοσκουφίτσα κι ο κακός λύκος. Την ιστορία την ξέρετε όλοι, να μην αρχίσω τις φλυαρίες. Θα σταθώ μόνο στο γεγονός ότι ο λύκος κατασπάραξε τη γιαγιά και την κοκκινοσκουφίτσα και μετά, ένας κυνηγός άνοιξε με μια μαχαίρα την κοιλιά του λύκου με καισαρική κι έτσι η γιαγιά ξαναγεννήθηκε και η μικρή κοκκινοαπαυτή σώθηκε. Πω, τι λε ρε παιδί. Γαμήθηκε η αθωότης. Μα απορώ δηλαδή τέτοιο splatter ούτε στο SAW4 δεν υπήρχε. Τι να πω. Ε, θα έτυχε μωρέ. Δε γαμιέται. Πάμε παρακάτω.

Να θυμηθώ άλλο. Ο λύκος και τα 7 κατσικάκια; Μα πάλι ο λύκος; Τεσ-πα. Σ’ αυτό το επεισόδιο ο λύκος χλαπακιάζει άπατα και τα εφτά κατσίκια με τη μαμά τους να σκάει μετά και να εγχειρίζει τον λύκο ψύχραιμα. Η ψυχρή κατσίκα. Αν θυμάμαι καλά ο Λύκος ήταν σε καταστολή χωρίς αναισθησιολόγο, όταν του ‘κανε την εγχείρηση η κατσίκα και μετά του έβαλε πέτρες μέσα στην κοιλιά του και καλά να νομίζει ότι βαρυστομάχιασε. Και τον έραψε. Θεέ μου τι διαβάζω. Και μετά λέει, ο λύκος σηκώθηκε απ’ τη νάρκωση, δε μάσησε που είχε μια τομή με 345 χιλιάδες ράμματα και πήγε στο ποτάμι να πιει νερό όπου οι πέτρες τον πήραν αμπάριζα στον βυθό και πάπαλα. Α καλά. Δηλαδή αν λέγαν στον Φρέντυ Κρούγκερ να γράψει παραμύθι πιο light θα το έγραφε.

Ουφ. Σκιάχτηκα. Ας αλλάξουμε ζώο. Να πάμε στα γουρουνάκια. Τα τρία γουρουνάκια ναι, που ήταν αδερφάκια και μετά η μαμά τους τα άφησε να βρουν την τύχη τους κι αυτά έχτισαν σπίτια, όμως μετά ήρθε και τους χτύπαγε την πόρτα ο… Σαφώς κι ο λύκος. Αυτός ο Λύκος έχει γίνει ο Αρτέμης Μάτσας της υπόθεσης. Μα καλά, σ’ όλα τα παραμύθια ο καημένος ο λύκος θα την πληρώνει ρε παιδιά; Τρώει που λέτε τα δύο απ’ τα τρία γουρούνια και μετά πέφτει απ’ την καμινάδα στο αναμμένο τζάκι και γίνεται φλαμπέ. Πάλι τα ίδια. Μόνο ο τρόπος θανάτου του λύκου αλλάζει. Καημένε μου λυκάκο τι σου ‘χουνε κάνει. Σου ‘χουν γαμήσει την υπόληψη ρε φίλε. Κι αυτή τη φορά με γουρούνια. Πες τους να πάνε να κάνουν έρωτα ρε. Κι εγώ μαζί σου είμαι. Έχω φάει πολύ χοιρινό άλλωστε.

Μην αναφέρω λοιπόν όλη την ανθολογία των αδελφών Γκριμ. Το point το πιάσατε. Και τ’ άλλα παραμύθια όμως που δεν είχαν λύκο, μη νομίζετε ότι πήγαιναν πίσω σε θανατίλα. Στη Σταχτοπούτα, ας πούμε, η μια αδερφή έκοψε τη φτέρνα της να χωράει στο γοβάκι (μπλιαχ), στη Χιονάτη της έκατσε το μήλο στον φάρυγγα κι έγινε μπλε μαρέν στο νεκροκρέβατο με εφτά κοντούς γύρω-γύρω και το σοκολατένιο σπίτι με τον Χανς και τη Γκρέτελ, όπου ο Χανς ήταν κλεισμένος σε κλουβί που τον τάιζε η μάγισσα να τον παχύνει, για να τον κάνει μετά κεφτεδάκια ΙΚΕΑ. Μάνα μου, δν μου διάβαζες καλύτερα τον Εξορκιστή;

Έτσι που λέτε. Την κατάσταση σώζουν κάτι ασχημόπαπα παρέα με τον λαγό και τη χελώνα αλλά εις την πλειοψηφία τους κι αν όχι τα περισσότερα, σίγουρα τα πιο γνωστά έχουν τον χάρο στην ατμόσφαιρα. Μ’ αρέσει που  οι γονείς μας μετά μάς έλεγαν να μην παίζουμε videogames με σφαγές, πολέμους και τα λοιπά και οι τηλεοράσεις έβγαλαν και σήμα, απαραίτητη η γονική συναίνεση. Ρε παλικάρια μας δουλεύετε; Εδώ μας γαλουχήσατε με ακρωτηριασμούς, κανιβαλισμούς και ξαντεριάσματα και τώρα μας απαγορεύετε να δούμε μια σκηνή μάχης; Πταίσμα.

Και μετά κάτσε μαλάκα Λαμπρίδη και γράφε εσύ για Μπλε Χαρταετούς, τον Αχιλλέα τον Αχινό και παπάρια μέντολες. Αίμα θέλει ο λαός από τα γεννοφάσκια του. Αίμα και λύκους. Η συνταγή της επιτυχίας. Σωστά, αφού έτσι κι αλλιώς τα ψυχολογικά τα παιδάκια θα τα πάθουν. Φέρτε μου τον λύκο λοιπόν να γράψω. Που είναι; Λύκε-λύκε είσαι εδώ;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου