Μια θλίψη, μια χαρά, μια να απλώνεις το χέρι για να λικνιστείς και μια να το μαζεύεις για να μην πέσεις. Αυτή είναι η ζωή, να τρέχεις να βρεις τις λάμψεις που αφήνουν το ρόδινο φως να αντανακλά και να ζαλίζεις την παρόρμησή σου, πάνω σε αυτοσχέδιους groovy ρυθμούς. Και κοντά σε αυτό, να  διώχνεις την ανάσα σου μέσα από τα μουρμουρητά, να πιάνεις την πλάση να πάλλεται με αυτό το πέρασμά σου. Έτσι κάπως είναι, με τη χαρά σε δόσεις, που ψάχνει τον περισσότερο χώρο μέσα στο ιερό σου φλασάκι. Η χρησιμότητά της όμως δε θα μπορούσε να είχε αξία, αν η θλίψη δεν ήταν συνοδοιπόρος.

Γράφει ο Ελύτης «Στο χωριό της γλώσσας μου, τη λύπη τη λέγανε Λαμπούσα», εμβαθύνοντας στη σύνδεσή τους καθώς και στην αβίαστη ορμή που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε μαζί τους. Η θλίψη είναι ένα εσωτερικό συναίσθημα πόνου που έχει να κάνει με την απώλεια, η οποία με τη σειρά της είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής. Συμβαίνει μια διαδικασία όταν φτάνει η στιγμή να αποδεχθείς αναχωρήσεις κι αφίξεις ανθρώπων και να προσαρμοστείς με όλα εκείνα που σε αφήνουν στεγνό κάτω από το φως της λάμπας. Η θλίψη είναι λύπη κι είναι υγιές να στεναχωρηθείς σαν βρεθείς στο σημείο να χάσεις κάτι ή κάποιον που αγαπάς. Μέσα από αυτή νιώθεις ζωντανός κι ας μην αισθάνεσαι ο μαχητής με την ασπίδα. Όλο το φορτίο που σηκώνεις δε σε λυγίζει, απεναντίας σε δυναμώνει για να συμφιλιωθείς με αυτά που θέλεις και δεν έχεις, ή με αυτούς που χρειάζεσαι και δεν είναι παρόντες. Μέσα από αυτό συνεχίζεις να ψάχνεις την ομορφιά που σε εμπνέει και δε σε γεμίζει κενό. Και για όλους αυτούς τους λόγους, η θλίψη δεν είναι μια μέρα νεκρή.

Οι τελευταίες εξελίξεις στην ψυχολογία, δείχνουν ότι τα συναισθήματα που βιώνει κανείς σε περιόδους θλίψης είναι ευεργετικά, διότι ερχόμενος αντιμέτωπος με τον εαυτό του γίνεται ανθεκτικότερος στις προκλήσεις της ζωής, αλλά και γιατί βγαίνει δυνατότερος μπροστά στα σημεία που κλονίζουν τον συναισθηματικό του κόσμο. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, η λύπη και η χαρά συνοδεύουν τον άνθρωπο ωθώντας τον μέσα από τις καταστάσεις που βιώνει, να βρει τρόπους να καλυτερεύσει τις συνθήκες ή να αναζητήσει τις χαμένες στιγμές ευτυχίας που θέλει να ξαναζήσει.

Στην αρχαία Ελλάδα, το Ασκληπιείο βρισκόταν στην Επίδαυρο, μια περιοχή με ιαματικά νερά και ήπιο κλίμα. Εκεί ξεκίνησε να συγκεντρώνεται η εμπειρία και η γνώση για την αρχή της ιατρικής επιστήμης. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ύπαρξη των Ασκληπιείων σε ένα χώρο που «δρα επί της αύρας» (Επίδαυρος). Ήταν κατανοητό από τότε πως η χαρά και η λύπη κουράρουν την εξελικτική πορεία του ατόμου.

Βέβαια, όσον αφορά την έννοια της ευτυχίας, διαισθάνομαι ότι έχει διαφοροποιηθεί, μιας και το κυνήγι της έχει γίνει αυτοσκοπός, με τη λύπη να αρνείται να εισβάλει στις ζωές. Εξορίζεται, πριν καν προλάβει να ωριμάσει, κάνοντάς σε δεσμώτη και φύλακά της. Η ζωή, όμως, δεν είναι η ευτυχία και σαφώς ούτε η δυστυχία. Για να βρεις στιγμές αρμονίας και χαράς, πρέπει να δώσεις χώρο και χρόνο και σε στιγμές λύπης, διαφορετικά σε ό,τι ζεις θα λείπει κάτι. Συν το ότι, αν δεν είσαι ευτυχισμένος, δε σημαίνει ότι είσαι δυστυχής, απλώς στην παρούσα φάση δεν ευτυχείς.

Ίσως να φαντάζει υπερβολικό ότι η θλίψη είναι χρήσιμη κι η ευτυχία δεν είναι προορισμός, αλλά για να φτάσεις από το ένα στο δέκα μεσολαβούν και κάποιοι άλλοι αριθμοί. Συχνά, προσπαθώντας να περιγράψουμε την αρνητική κατάσταση των πραγμάτων, χρησιμοποιούμε λέξεις όπως μελαγχολία και θλίψη, θεωρώντας ότι είναι ταυτόσημες. Υπάρχουν όμως διαφορές μεταξύ τους. Ενώ η θλίψη είναι ωφέλιμη προς την ανθρώπινη πορεία, η μελαγχολία σε αδρανοποιεί και το πνεύμα με το σώμα ακινητοποιούνται μην μπορώντας να αντιδράσουν ή να βιώσουν το άσχημο γεγονός για να πάνε παρακάτω.

Προέκταση της μελαγχολίας είναι η κατάθλιψη κι όταν βρεθούμε αδύναμοι μπροστά της, θα πρέπει να το μοιραστούμε, είτε με ειδικούς, είτε με τους ανθρώπους μας και να μην αφήσουμε το φίδι να γεννήσει μέσα μας. Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, φαίνεται πώς ο πόνος μπορεί να σε διαφθείρει σαν δεν καταφέρεις να αντισταθείς.

«Ξυπνούσα στις πέντε αλλά καθόμουν στο μισοσκόταδο. Πέρασα μια εβδομάδα χωρίς να βγάλω τη φόρμα του μηχανικού ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να πλυθώ, χωρίς να ξυριστώ, χωρίς να βουρτσίσω τα δόντια μου… Η Νταμιάνα νόμιζε πως ήμουν άρρωστος όταν με βρήκε γυμνό στην αιώρα στις δέκα το πρωί…. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου μες στον εφηβικό μου καημό. Δε βγήκα ξανά από το σπίτι, για να μην αφήσω το τηλέφωνο. Έγραφα χωρίς να το αποσυνδέω και με το πρώτο κουδούνισμα το άρπαζα, σκεπτόμενος πως μπορεί να ήταν η Ρόζα Καμπάρκας. Διέκοπτα ανά πάσα στιγμή αυτό που έκανα για να της τηλεφωνώ κι επέμενα μέρες ολόκληρες, ώσπου κατάλαβα ότι ήταν ένα τηλέφωνο χωρίς καρδιά.»

Αν φύγουμε από το ίδιο το περιεχόμενο του αποσπάσματος κι ασχοληθούε με την έμπνευση του συγγραφέα, θα δούμε πως η θλίψη, ούσα ευεργετική, φαίνεται στην τέχνη. Και θα αναρωτηθεί κανείς, πρέπει να είναι δυστυχισμένος ο καλλιτέχνης για να δημιουργήσει; Θα έλεγα πως όχι, αλλά όταν είσαι ευτυχισμένος το μόνο που θέλεις είναι να το ζήσεις και να αφήσεις την ευτυχία να σε ρουφήξει στερεύοντας το μέλι από το κορμί σου. «Ουδείς ευτυχής έχει διακόψει ευτυχία για να γράψει ποιήματα» γράφει η Κ. Δημουλά.

Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί και η Φρίντα Κάλο, η Μεξικανή καλλιτέχνης που ζωγράφιζε τον πόνο της. Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα σε αυτούς τους ανθρώπους και μια ευαισθησία που εκδηλώνεται με ένταση- έτσι αργούν να αποδεσμευτούν από τα αρνητικά γεγονότα της ζωής τους. Κι επειδή στην τέχνη δε μιλάς με το στόμα αλλά με τα δημιουργήματά σου, σού παίρνει χρόνο.  Είναι η διέξοδός τους, ο τρόπος τους να εκφραστούν κι από την άλλη ο θεατής, ή ο αναγνώστης, μπορεί να ταυτιστεί ή να ζωντανέψει μια περίοδο της ζωής του, αναγνωρίζοντάς τη στα έργα τους.

Μην τη φοβάστε, μαντέψετε, κοπιάσετε, νιώστε (Ελύτης) κι αν δείτε το καράβι να βουλιάζει, δεν είναι από τη θάλασσα γύρω του, αλλά μέσα του.

 

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου