Σε καλεί ξαφνικά και σε αιφνιδιάζει. Απλώνει τη λιακάδα του στο σώμα σου. Είναι εκείνη η μαγική στιγμή που το ένστικτο σε καλεί να το εμπιστευτείς και να τού δώσεις αξία. Το περιμένεις να μπει στη ζωή σου και να νιώσεις ζωντανός ξανά. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να το ακολουθήσεις. Ένα τσίμπημα στην καρδιά που σε πάει παραπέρα. Δεν ξέρεις τι θα βρεις μπροστά σου και για πόσο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θέλεις να βρίσκεσαι μακριά από το πρόσωπο που αισθάνεσαι ότι ανήκεις. Και με μια ευχάριστη θέληση υποκύπτεις σε ό,τι σε προστάζει η φύση σου.

Μια φλογερή ματιά που σε κάνει να ταξιδέψεις, ένα φιλί που δένεται στο στήθος σφιχτά, ένα χάδι που αφήνει ζέστη στο κορμί σου, δημιουργούν την ανάφλεξη του ενστίκτου. Είναι μάταιο να εναντιωθείς στον ψυχισμό σου ή να ψάξεις ένα άλλοθι για να κρυφτείς από το εγώ σου. Πετάς το περιτύλιγμα που έχει ζαρώσει από την υγρασία και αφήνεις τη σάρκα σου γυμνή μπροστά στη διαίσθησή σου.

«Τι μού συμβαίνει;»

Σε πνίγουν σκέψεις, έρχονται αμφιβολίες που σε ακινητοποιούν και σε ξενίζει αυτό. Μήπως είναι το πάθος; Κοντοστέκεσαι προσπαθώντας να δεις τι πήγε στραβά σε ό, τι δεν άντεξε. Αξίζει άλλη μια φορά; Ανώφελες σκέψεις που σε κρατάνε μακριά από τη διαδρομή, που ίσως σε φέρει λίγο πιο κοντά σε μία  αγάπη που θα επιβιώσει.

Αν το ζωγράφιζα το ένστικτο στον έρωτα, θα ήταν ένα γκρίζο νεφελώδες τοπίο στο φόντο, θολά και ύπουλα νερά στο δρόμο και κάπου μέσα στην αβεβαιότητα των χρωμάτων, δύο δυσδιάκριτες μορφές, μόνες. Η ομορφιά του θα ήταν σε αυτό που δε βλέπεις, σε αυτό που σε οδηγεί να δεις, όταν τα πινέλα σου θα έχουν στεγνώσει στο βάζο.

Αν ζητούσες από τη διαίσθηση ακρίβεια, ποσότητα δεδομένων και  χρόνο για να πάρεις την απόφαση, θα ήσουν παράλογος. Η γνώση που έχεις όταν ακολουθείς το ένστικτό σου, είναι μοτίβα εμπειριών μιας ασυνείδητης επεξεργασίας που αποθηκεύονται στα βιώματά σου αλλά όχι στη μνήμη σου. Είναι ο ψυχικός σου κόσμος την ώρα που αφυπνίζεται και ο φύλακας άγγελός σου που πολλές φορές προσπαθεί για σένα, χωρίς εσένα.

Όταν βαδίζεις στο δρόμο που σού έχει ορίσει, κανείς δε σου κρατά το χέρι. Έχεις μόνο το θάρρος σου και ο φόβος που έρχεται σαν χέρι και σού σφίγγει το λαρύγγι είναι τρομερός. Η δύναμη όμως της φλόγας που σεργιανίζει μέσα σου, η φωνή που δεν έχει να πει κάτι και η πυρά που δε σβήνει, και όλο δυναμώνει κρυφοκαίγοντας, σε κάνει να ελπίζεις για ακόμη μια φορά. Εξυψώνεις τον εαυτό σου τόσο βίαια που κινδυνεύεις να εξαφανιστείς. Κι αυτό σε κρατά ζωντανό γιατί δε θα είχες έρθει στο σημείο να αγγίξεις αυτό που σε καίει αν δεν ήξερες. Τι ξέρεις; Μάλλον την ενοχή σου, που σε κρατά μακριά από τα σημεία του μικρόκοσμού σου που φαντάζουν σκοτεινά και δύσβατα.

Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις, περισσότερο το αισθάνεσαι. Είναι σαν να κρατάς μια πυξίδα που σου δείχνει το νότο, ενώ εσύ κινείσαι βόρεια. Θέλεις να είστε μαζί, να βλέπεις το χαμόγελο στο πρόσωπο, να παίρνεις τη θλίψη από τα μάτια, να απλώνεις το χέρι για να σηκωθεί, να υγραίνεις τα στόματα από τα φιλιά σου, να τρέμεις όταν σβήνεις τον πόθο σου και όλα αυτά που νιώθεις διαπερνάνε το σώμα σου με τόση ένταση, που ξεραίνονται τα χείλη σου από την προσμονή.

Υπάρχει ένα όμορφο έθιμο στην Ισλανδία. Οι άνθρωποι για να βρουν το δρόμο τους, γράφουν την ευχή τους σε ένα κομμάτι χαρτί και πηγαίνουν στην παραλία των διαμαντιών, όπου  κατάλευκα σπασμένα παγόβουνα καρφωμένα στη σκουρόχρωμη  άμμο μοιάζουν με φωτεινά διαμάντια. Εκεί καίνε τα γραμμένα χαρτιά τους και στρέφουν το βλέμμα στον έναστρο ουρανό περιμένοντας τα μαγικά χρώματα του Σέλας να τούς δείξουν το δρόμο. Αν κουβαλάς φωτιές, αναζήτησε τη διαμαντένια παραλία. Εκεί, άσε το ένστικτο να σού δείξει τον τρόπο.

 

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου