«Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα

ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα

του χωρισμού μας έφτασε η ώρα,

μπορεί και για τους δυο να ‘ναι καλύτερα»

 

Όλοι το έχουμε σιγοτραγουδήσει σε κάποιο κουτούκι με παρέα και κρασί. Κάποιοι το έχουμε αφιερώσει και κάποιοι άλλοι το έχουμε τραγουδήσει με νόημα, δηλώνοντας την αποχώρησή μας από τη σχέση. Ένα τραγούδι που γράφτηκε τη δεκαετία του 1950 κι έμελλε να δώσει το οριστικό τέλος στη σχέση του Βασίλη Τσιτσάνη και της Μαρίκας Νίνου.

Τον Ιανουάριο του 1915 γεννήθηκε στα Τρίκαλα ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης. Και σε παράλληλο βίο το 1918 γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη η Ευαγγέλια Αταμιάν. Ο Τσιτσάνης από μικρός έδειξε το ενδιαφέρον του στο τραγούδι και παρά τις προσπάθειές του να σπουδάσει στη Νομική, την εγκατέλειψε πολύ νωρίς κι αφοσιώθηκε σ’ αυτό που ήταν πράγματι η ζωή του, στη μουσική. Από τη άλλη πλευρά η Ευαγγελία παίρνει διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο, τον Χάικ Μεσποριάν, με τον οποίο έχει αποκτήσει έναν γιο.

Το 1944 ως σύζυγος του ακροβάτη και ζογκλέρ Νίνο Νικολαΐδη αλλάζει το όνομά της και γίνεται η γνωστή σε όλους Μαρίκα Νίνου. Ως επίθετο μετατρέπει το όνομα του συζύγου της και υιοθετεί το Μαρίκα προς τιμήν της Μαρίκας Κοτοπούλη, όπως έλεγε η ίδια. Το τελικό αποτέλεσμα θεωρεί η ίδια πιο καλλιτεχνικό κι είναι ακριβώς εκείνη την περίοδο που εμφανιζόταν σε διάφορα νυχτερινά κέντρα με το σύζυγό της και το παιδί της κάνοντας ακροβατικά νούμερα. Παρά το γεγονός ότι το σχήμα ”Ντούο Νίνο και μισό”, όπως ονομαζόταν, γνώριζε μεγάλη επιτυχία, η Μαρίκα είχε ένα σαράκι να της τρώει το μυαλό. Ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Ο θεατράνθρωπος και ρεμπέτης Πέτρος Κυριάκος, τυχαία βρισκόμενος σε μια εμφάνισή της, ήταν αυτός που θα άλλαζε οριστικά τη ζωή της.

Και κάπου εκεί στο μακρινό 1949 τους μαγεύουν ακρογιαλιές και δειλινά και οι αθηναϊκές νύχτες αποκτούν άλλο νόημα. Στου «Τζίμη του Χονδρού» στην Αχαρνών ο Τσιτσάνης  έβαζε φωτιά με τη Σωτηρία Μπέλλου να τον συνοδεύει. Και στην πασίγνωστη τότε Φλόριδα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, η Νίνου με τον Περπινιάδη και τη Γενίτσαρη έδιναν τον δικό τους ρυθμό. Ρυθμό που δεν μπόρεσε να του αντισταθεί ο Τσιτσάνης, που πήγε ένα βράδυ να την ακούσει καθώς τον είχαν ενημερώσει πως η Νίνου ήταν το ανερχόμενο αστέρι του ρεμπέτικου. Έτσι λοιπόν, ο Τσιτσάνης δε δυσκολέυτηκε ν’ αντικαταστήσει την Μπέλλου, όταν μετά από ένα έντονο επεισόδιο με αφορμή πολιτικούς λόγους, έπρεπε αναγκαστικά να αποχωρήσει από σχήμα.

Λένε πως αν κάποια πράγματα είναι να συμβούν, τότε απλά θα συμβούν. Έτσι κι έγινε μεταξύ τους. Η Μαρίκα είχε ήδη μάθει όλα τα μυστικά της δουλειάς και την τεχνική δίπλα στον Στελλάκη Περπινιάδη, ενώ ο Τσιτσάνης με το υλικό που διέθετε σε στίχους, δημιούργησε κι αποθέωσε την τεράστια Μαρίκα Νίνου. Τσιτσάνης-Νίνου μεσουρανούσαν στις νύχτες της Αθήνας και στα κοσμικά μαγαζιά όπου εμφανίζονταν γινόταν το αδιαχώρητο. Ο μεγάλος συνθέτης του ρεμπέτικου είχε βρει τη μούσα του και το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Πάθος για τη μουσική και το τραγούδι, που έφερε ένα ασίγαστο πάθος που δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Και παρά το γεγονός πως ήταν και οι δύο παντρεμένοι ήταν τέτοια η φλόγα που έκαιγε στον έρωτά τους που τίποτα δεν τους εμπόδιζε ν’ εκδηλώνονται ακόμη και δημόσια.

Φαινομενικά η Νίνου δεν είχε κανένα πρόβλημα με το γεγονός πως ο Τσιτσάνης ήταν παντρεμένος, με τη Ζωή Σαμαρά και δεν είχε κανένα σκοπό να χωρίσει από τη σύζυγό του όπως της είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Στα επαγγελματικά τους όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η Νίνου ήθελε να είναι αποκλειστική συνεργάτιδά του κι ήταν ανένδοτη σε αυτό, τόσο στο πάλκο όσο και στη δισκογραφία. Ως εκ τούτου ο Τσιτσάνης δε θα έπρεπε να έχει καμία συνεργασία με την Μπέλλου. Αυτό ήταν κι η αφορμή που ένα βράδυ στο καφενείο του Μάριου, στο κέντρο, η Μπέλλου να χειροδικήσει στη Νίνου, η οποία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες.

Τίποτα όμως δεν την πτοούσε καθώς είχε τη λάθος εντύπωση πως όσο περισσότερο καιρό περνούσαν μαζί τόσο υψηλότερη θέση θα κατέχει στην καρδιά του. Ο έρωτας τύφλωνε τη Νινου η οποία είχε αρχίσει να γίνεται όλο και περισσότερο απαιτητική και πιεστική. Γύρω στο 1951 ενώ μεσουρανούσαν καλλιτεχνικά ο έρωτάς τους άρχισε να έχει τριγμούς και το πάθος να ξεθωριάζει. Σε μια περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η Νίνου έκανε συνεχώς παρέα με παλιούς γνωστούς και ο Τσιτσάνης από ζήλια και σαν αντίποινα συνάπτει ερωτική σχέση με άλλη γυναίκα. Ήταν το κομβικό σημείο για την αρχή του τέλους της σχέσης τους. Ακολούθησαν προβλήματα, τσακωμοί κι αρκετές άβολες στιγμές, όπως το 1953 που ενώ εμφανίζονταν μαζί στη σκηνή οι δυο τους δεν ανταλλάσσουν ούτε κουβέντα καθώς έχει πάψει οποιοδήποτε είδος επικοινωνίας μεταξύ τους.

Όσο γενναιόδωρη στάθηκε η τύχη με τα επαγγελματικά της τόσο άδικη έγινε όταν το 1954 η Μαρίκα προσβάλλεται από καρκίνο της μήτρας. Ο Τσιτσάνης τα ξεχνάει όλα, είναι συνεχώς δίπλα της, την πηγαίνει στους καλύτερους γιατρούς, οργανώνει τη θεραπεία της, που πρέπει ν’ ακολουθήσει στην Αμερική. Είναι πάντα παρών, αρνείται όμως να τη συνοδεύσει στην Αμερική όταν του ζήτησε να πάνε μαζί και να συνδυάσουν την περίοδο των θεραπειών της με δουλειά και περιοδείες. Μόλις τέσσερα χρόνια από τη γνωριμία τους και τον έρωτά τους, όλα είναι διαφορετικά. Η Νίνου δίνει μάχη για τη ζωή της και ο Τσιτσάνης μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.

Η απόφασή του ότι δε θα τη συνοδεύσει στην Αμερική είναι οριστική και λίγες μέρες πριν φύγει η Νίνου της ζήτησε να ηχογραφήσουν ένα νέο τραγούδι. Πήγε δίχως να γνωρίζει τους στίχους. Όταν ξεκίνησε να το διαβάζει κατάλαβε για τι ακριβώς μιλούσαν, ξέσπασε σε λυγμούς. Έφυγε από το στούντιο κι όταν συνήλθε, το τραγούδησε μόνο μια φορά. Κι ήταν τέλεια. Ήταν η μία και μοναδική που ηχογραφήθηκε. Ήταν ο δικός της τρόπος να του πει το αντίο της. Και το ερμήνευσε καταθέτοντας την ψυχή της.

Η μάχη της με τον καρκίνο ήταν άνιση και μετά από τρία χρόνια μεγάλης πάλης, τον Φεβρουάριο του 1957 φεύγει για πάντα από τη ζωή. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της και η τελευταία φορά που την είδε ήταν ένα χρόνο πριν, στο σπίτι της στο Αιγάλεω. Η Νίνου, βαθιά συγκινημένη και φανερά καταβεβλημένη μόλις τον είδε του είπε ”Σαν άστρο εβασίλεψα.”  Αυτά ήταν και τα λόγια που έγιναν οι στίχοι ενός τραγουδιού που έγραψε ο Τσιτσάνης: «Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω, θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω». Ήταν η δική του συγνώμη στη Μαρίκα Νίνου. Στη Μαρίκα του. Με τη χροιά στη φωνή της από τους αμανέδες της Μικράς Ασίας, τον λυγμό που σμίγει την ανατολή με τη δύση και τη βιωματική της αλήθεια.

Ένας έρωτας που από την αρχή του ήταν καταδικασμένος. Τον ίδιο έρωτα όμως που και οι δύο επέλεξαν να ζήσουν μακριά από νόρμες και πρέπει. Η Μαλβίνα είχε πει πως «ο Τσιτσάνης δε θα παντρευόταν ποτέ μια παλκατζού» κι αυτό η Νίνου το ήξερε πολύ καλά. Δεν υπήρχε νικητής ή χαμένος μέσα σ’ αυτή τη σχέση. Υπήρχε μόνο πάθος κι ένα δημιουργικό κρεσέντο μέσα από το οποίο και οι δύο άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους. Ο μεγάλος ρεμπέτης έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιανουαρίου, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του. Ο Βασίλης και η μούσα του η Μαρίκα άφησαν μουσική παρακαταθήκη για να μπορέσουμε να ζήσουμε και να αφιερώσουμε κι εμείς τραγούδια σε έναν μεγάλο έρωτα.

 

«Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει

και τ΄ονειρό σου το παλιό

θα ζωντανέψει.»

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ειρήνη Αγρίτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου