Είναι Τρίτη μεσημέρι, έχω κάνει όλες τις δουλειές στο σπίτι, έχω φροντίσει τον εαυτό μου κι αποφασίζω να βγω μια βόλτα στα αγαπημένα μου μέρη, μιας και βγάζει ήλιο. Σπάνιες μέρες γι’ αρχές του χειμώνα. Παίρνω πρωινό, καφέ και ξεκινάω. Χαζεύω τους περαστικούς, τις γνώριμες γειτονιές και κατευθύνομαι προς τη θάλασσα. Δυνατό παυσίπονο το νερό. Κάθομαι λοιπόν στο αγαπημένο μου σημείο, -δεν έχει κόσμο ως συνήθως- και χαζεύω τα σκαφάκια που έχουν βγει για ν’ αρμενίσουν.

Σκέφτομαι ότι κάποτε με είχες βάλει μέσα σ’ ένα και προσπαθούσες να μου μάθεις πορεία, λέγοντάς μου ορολογία, κανόνες, λεπτομέρειες. Η θάλασσα, έλεγες, έχει πάντα τους δικούς της κανόνες. Σε οδηγεί εκείνη, εκεί που θέλει να πας.  Εμένα με γύρισε πίσω σε σένα. Έχουν περάσει τα χρόνια, έχουν ξεθωριάσει πολλά, ωστόσο κάποιες αναμνήσεις μένουν πάντα να σου τσιμπάνε το κεφάλι.

Καθρεφτίζεται ο ήλιος στ θάλασσα, κι έτσι θυμάμαι πως για πρώτη φορά την πρώτη μας Κυριακή καθρεφτιζόμουν εγώ στα παλιά γυαλιά ηλίου σου. Μια Κυριακή του Οκτώβρη, σ’ ένα πάρκινγκ, καθώς ξεκινούσαμε για τον πρώτο μας επίσημο καφέ ως ζευγάρι. Έβλεπα το πρόσωπό μου φωτεινό στους φακούς και δεν το αναγνώριζα.

Χθες βράδυ μου είπαν ότι τα μάτια μου δε χαμογελάνε πια. Ίσως γιατί τις τελευταίες μέρες ένας άνθρωπος με ρώτησε να του πω για σένα. Σκέφτομαι πολλά και ταυτόχρονα τα αναιρώ. Είναι πολλά τα χρόνια που έχω να σε δω, να σου μιλήσω. Έχεις αλλάξει -είμαι σίγουρη γι’ αυτό κι έτσι πρέπει- μάλλον. Δεν είχα τι να του πω, πώς και τι να περιγράψω. Μόνο εκείνες τις χαραγμένες αναμνήσεις, τις παλιές, που ζωντανεύουν πάλι.

Αποφασίζω να συνεχίσω τη βόλτα μου. Πηγαίνω στην αγαπημένη μου περιοχή. Αφήνω να με πάρει μαζί της αυτή η Τρίτη. Θα λέω πως είναι Κυριακή. Πέρασε η ώρα, τα σύννεφα πυκνώνουν, τα πουλιά πετούν χαμηλά- σημάδι πως έρχεται βροχή. Σιγά σιγά πρέπει να φτάσω σπίτι. Πριν επιστρέψω, κάνω μια στάση σ’ ένα πάρκο πάνω στη γνωστή γέφυρα. Είμαι κουρασμένη, κάθομαι να χαλαρώσω στη θέα των αυτοκινήτων και της πόλης που ετοιμάζεται για το βράδυ. Είναι ήρεμα εδώ. Ακούς το θρόισμα των φύλλων.

Εδώ λοιπόν ήπιαμε την τελευταία μας μπίρα. Ένα βράδυ σαν κι αυτό που θα έρθει απόψε. Με ψιλόβροχο και κρύο. Έβγαλες το μπουφάν σου γιατί κρύωνα, με πήρες αγκαλιά και μιλούσαμε για τα ψώνια που είχαμε κάνει κι ήσουν κουρασμένος. Ήθελες να συνεχίσουμε τη βόλτα πριν φτάσουμε σπίτι. Να τες πάλι οι αναμνήσεις. Ξεπηδούν μία μία.

Αναπολώ αυτά τα μεσημέρια στο σπίτι σου, να τρώμε όλοι μαζί στο τραπέζι και στο τέλος πριν καταλήξουμε χυμένοι στους καναπέδες, να κοιτάω με τις ώρες τις μορφές που παίρνει ο συννεφιασμένος ουρανός πάνω από τη θάλασσα. Υπέροχο εκείνο το παράθυρο δίπλα στην τραπεζαρία. Αναρωτιόσουν πάντα γιατί μου άρεσε τόσο πολύ. Τώρα μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι μου άρεσε η θέα του κόσμου από το σαλόνι σου. Άραγε, μοιάζει ίδια η θάλασσα τόσα χρόνια μετά;

Τα γράφω όλα αυτά εδώ, πάνω στη γέφυρα, σκεπτόμενη πως όση κι αν είναι η κίνηση γύρω μου, εγώ πάλι μόνη νιώθω. Έχω συμφιλιωθεί όμως μ΄ αυτό γιατί το διάλεξα. Ίσως κάποτε να γλυκάνει και να ομορφύνει περισσότερο, γιατί μοιάζει τραχύ ακόμη βέβαια. Κι εκεί είναι που ένα στέρνο και δυο χέρια ανοιχτά αποκτούν την αίσθηση του πειρασμού στο μυαλό μου, σαν το γλυκό της Κυριακής που περιμένεις όλη τη βδομάδα για να φας. Μα είναι απλώς μια Τρίτη απόγευμα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου