Ας πάμε λίγο πίσω τον χρόνο, την εποχή του μεγάλου Εθνικού Διχασμού, όπου Βενιζέλος και βασιλιάς Κωνσταντίνος μάχονται ο ένας στον άλλον για τη στάση της Ελλάδας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Η χώρα χωρισμένη στα δύο, σε Βενιζελικούς και Κωνσταντινικούς, μια ταραγμένη εποχή ειδικά για την Αθήνα, την πόλη από την οποία ξεκινάει ο έρωτας που συγκλόνισε την κοινωνία του 20’. Ένας έρωτας ανάμεσα σε έναν Βασιλιά και μία κοινή μεσοαστή. Ένας έρωτας που άκμασε σε εποχές διχασμού, έκανε τη μεγάλη έκρηξη εισάγοντας ένα μέλος της αστικής κοινωνίας στα ελληνικά ανάκτορα και έσβησε ξαφνικά με αποκορύφωμα τον θάνατο του ενός.

Η ιστορία όμως, ξεκινάει ένα παγωμένο βράδυ του Ιανουαρίου του 1915. Ένα όμορφο αρχοντικό επί της Βασιλίσσης Σοφίας, γυναίκες με δαντέλες και βραδινές τουαλέτες, άντρες με επίσημα ενδύματα, όλοι μαζεμένοι υπό την παρότρυνση του οικοδεσπότη και τιτλούχου της Αυλής, Υψηλάντη. Τα μεγάλα εντυπωσιακά αυτοκίνητα παρκαρισμένα έξω από το σπίτι μετέφεραν τους ιδιοκτήτες τους σε αυτό το εντυπωσιακό δείπνο. Ένας από αυτούς, νέος, αθλητής, γαλαζοαίματος, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος μόλις είχε εμφανιστεί στο κατώφλι. Προφανώς, και υπήρχε ένα σούσουρο από όλες τις καλλονές εκείνης της εποχής για να τον γνωρίσουν, ένα δωμάτιο γεμάτο κυρίες της καλής κοινωνίας και όμως σαστισμένο τον αφήνει μία γνωστή φυσιογνωμία. Στο πρόσωπο μίας παρευρισκόμενης, αναγνωρίζει την παιδική του φίλη Ασπασία Μάνου.

Η Ασπασία, κόρη γνωστού αξιωματικού των ανακτόρων, είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια παίζοντας με τα παιδιά της βασιλικής οικογένειας στα ανάκτορα. Ο πατέρας της είχε φροντίσει να σπουδάσει στην Ελβετία και στη Γαλλία, όμως λόγω των ταραγμένων καιρών και της απειλής του πολέμου, είχε επιστρέψει στην Ελλάδα.  Εκείνο το βράδυ μοιραία παρευρισκόταν σε αυτό το αρχοντικό της Αθήνας. Και εκείνη όμως μόλις άκουσε το όνομά του, κατάλαβε πως επρόκειτο για τον παιδικό της σύντροφο στα παιχνίδια. Στο τραπέζι κάθισαν ο ένας αντικριστά από τον άλλον, με τον Αλέξανδρο να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Εκείνο λοιπόν το παγωμένο βράδυ, όπου τα φώτα του αρχοντικού έδιναν ζεστασιά στη σκοτεινή Αθήνα, ένας φλογερός έρωτας είχε μόλις αναζωπυρώσει.

Η ιστορία συνεχίζει με τον χρόνο να περνά και τον Αλέξανδρο να προσπαθεί σκληρά να αποδείξει τα πραγματικά του αισθήματα απέναντι της και με εκείνη να προσπαθεί να τα αποφύγει. Το ίδιο κιόλας καλοκαίρι, ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε με τον φίλο του Χρήστο Ζαλοκώστα, τον τότε γνωστό για την αριστοκρατία νησί των Σπετσών, όπου παραθέριζε η Ασπασία. Φημολογείται πως ο Αλέξανδρος δεν έφευγε στιγμή από δίπλα της εκείνο το καλοκαίρι, ενώ κάποια στιγμή επιχείρησε να τη φιλήσει κι έλαβε την αποστομωτική απάντηση “πηγαίνετε υψηλότατε!”. Ο Αλέξανδρος τότε αναγκάστηκε να στραφεί στην αγαπημένη του αδερφή και παιδική φίλη της Ασπασίας, πριγκίπισσα Ελένη. Η ίδια καλούσε συχνά στα ανάκτορα την Ασπασία για να περπατήσουν, ο Αλέξανδρος κατάφερνε πάντα να παραβρίσκεται και εκείνος διακριτικά. Τον Σεπτέμβρη του 1916, εξομολογήθηκε στην Ασπασία τα αισθήματά του για αυτή, στα οποία και εκείνη ανταποκρίθηκε.

Όμως η ευτυχία του ζευγαριού δε θα κρατούσε πολύ, εκείνη την περίοδο ο πατέρας του Αλέξανδρου εγκαταλείπει τον θρόνο και ορίζεται ο ίδιος βασιλιάς. Πλέον το ενδεχόμενο ενός επερχόμενου γάμου με την Ασπασία γινόταν ζήτημα και του ίδιου του κράτους. Οι αντιδράσεις πλέον ήταν εκκωφαντικές, τόσο από την εξόριστη οικογένειά του όσο και από πολιτικούς κύκλους. Σύμμαχός του ο Βενιζέλος, ο οποίος φοβούμενος πως με αυτόν τον γάμο θα υπάρξουν αντιδράσεις και ο Αλέξανδρος θα εκθρονιστεί με απότοκο να γυρίσει πίσω ο πατέρας του να διεκδικήσει τον θρόνο, συμβούλεψε τον νεαρό βασιλιά να μη βιαστεί να παντρευτεί. Συμβουλή που τελικά δεν ακολούθησε. Έτσι, τον Νοέμβρη του 1919, επί την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, σφραγίζεται ο κύκλος γνωριμίας τους με έναν μυστικό γάμο. Ένας γάμος γεμάτος ένταση και εκνευρισμό από την πλευρά του αρχιμανδρίτη, ένας γάμος που κάποιος μπορεί να τον έβλεπε σαν οιωνό για το μέλλον.

Οκτώβριος του 1920, ο Αλέξανδρος αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Ο λόγος ήταν το δάγκωμα μίας μαϊμούς στους βασιλικούς κήπους. Πέντε μήνες αργότερα, η Ασπασία θα γεννήσει, την κόρη τους, πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, όπου πήρε το όνομά της προς τιμήν του πατέρα της. Οι γονείς του Αλέξανδρου δε δέχθηκαν την Ασπασία ποτέ στην οικογένεια. Εξάλλου θεωρούσαν τον Αλέξανδρο προδότη που συνεργάστηκε με τον Βενιζέλο, γι’ αυτό δεν τον αναγνώρισαν ποτέ σαν βασιλιά. Παρόλα αυτά, η βασίλισσα Σοφία, συντετριμμένη από τον θάνατο του γιου της, φρόντισε να αναγνωριστεί ο γάμος αυτός το 1922. Νομικά βέβαια αυτό επισημοποιήθηκε μετά από 14 χρόνια, το 1936. Η Ασπασία, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, έμεινε με την κόρη της σε ένα σπίτι στη Βασιλίσσης Σοφίας, την περιοχή όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής της. Όταν επιβλήθηκε η Δικτατορία το 1967, βρήκε καταφύγιο στην Ιταλία και στην Αγγλία. Το 1972 πέθανε στη Βενετία της Ιταλίας, τα οστά της, μαζί αργότερα με αυτά της κόρη της μεταφέρθηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου, το 1993, από τον εγγονό της, Πρίγκιπα Διάδοχο της Σερβίας, Αλέξανδρο Β΄.

Και έτσι κλείνει η ιστορία του έρωτα που σκανδάλισε την Ελλάδα του 20’. Ένας έρωτας που ακολούθησε τα χνάρια της κοινωνικοπολιτικής εποχής που έζησε, πήγε κόντρα σε όλους και κατάφερε να νικήσει για λίγο, μέχρι που η μοίρα έδωσε το οριστικό τέλος. Μία αγάπη που ξεκίνησε σε ένα αρχοντικό ένα κρύο βράδυ του χειμώνα, όμως δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Καταγράφηκε ανεξίτηλα στην ιστορία της χώρας και έδωσε ένα μάθημα στους “κοινούς θνητούς” των επόμενων γενναίων για τη δύναμη δύο ανθρώπων που ήθελαν να είναι μαζί κόντρα σε όλες τις κοινωνικές επιταγές του κόσμου.

Συντάκτης: Έφη Ζ.