Κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, συνεχώς μπαίνουν και βγαίνουν άτομα από τη ζωή του, άτομα αγαπημένα αλλά και απλοί περαστικοί. Είτε είναι από επιλογή είτε όχι, δυστυχώς ή ευτυχώς έτσι τα φέρνει η ζωή και δεν μπορεί κανείς να τ’ αλλάξει. Και συνήθως δεν υπάρχει στάνταρ τρόπος για να γνωρίσεις νέα άτομα ούτε μπορείς να πάρεις κάποιο μαγικό φίλτρο για να βρεις παρέες ή σύντροφο. Μπορεί να είναι μια νέα δουλειά, μια νέα περιοχή ή μια νέα πόλη η οποία θα σου φέρει όμως νέες γνωριμίες.

Βέβαια, το πώς μπορείς να μάθεις πληροφορίες για αυτά τα άτομα, ώστε να ξέρεις αν ταιριάζετε, γίνεται μόνο μ’ έναν τρόπο. Ρωτάς κι εκείνα σου απαντάνε.

Είναι βέβαια κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ξεφεύγουν από τον δεδομένο τρόπο συζήτησης και δημιουργούν έναν άλλο. Δε ρωτούν αυτό που θέλουν να μάθουν για τ’ άλλο άτομο αλλά περιμένουν να πει ό,τι θέλει εκείνο. Δε μιλάνε, αλλά περιμένουν υπομονετικά και ήρεμα, έτοιμοι να ρουφήξουν κάθε πληροφορία και να δείξουν όλο το ενδιαφέρον του κόσμου χωρίς να καταλαβαίνουν πως ίσως αυτό φανεί λάθος. Όμως γιατί; Γιατί επιλέγουν να μη ρωτήσουν, καταλήγοντας εν τελεί να ταλαιπωρούν τον συνομιλητή τους -ακόμα κι αν αυτή δεν είναι η αρχική τους πρόθεση;

Πολλές φορές επιλέγουμε να δημιουργήσουμε ένα μυστήριο γύρω από το άτομό μας -έτσι για το σασπένς- ή ντρεπόμαστε να μιλήσουμε ιδιαίτερα και να ρωτήσουμε διάφορα πράγματα. Μ’ αυτή τη στάση του να μη ρωτάμε κάτι συγκεκριμένο, κάνουμε τον άλλον να αναρωτιέται αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε γι’ εκείνον ή όχι. Και φυσικά, πέρα από το μπέρδεμα αυτό, προκαλούμε και στον άλλον μια «σύγχυση ιδεών» καθώς όταν δε ρωτάμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να μάθουμε, εκείνος δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει. Και τότε σιγά-σιγά αναρωτιέται «Τι τον ενδιαφέρει να μάθει; Να πω για τους στόχους μου; Για την προσωπικότητά μου; Για το παρελθόν μου; Να τον αφήσω να πει εκείνος κάτι για τον εαυτό του;». Όλα αυτά είναι σκέψεις που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα έπρεπε να υπάρχουν στο μυαλό του άλλου ατόμου. Είναι πολύ πιο απλό να υπάρχει ερώτηση και άμεση απάντηση ανάμεσα σε δυο άτομα. Έτσι προχωράει η συζήτηση πιο εύκολα κι ευχάριστα αφού είναι ξεκάθαρο και από τις δύο πλευρές ότι υπάρχει ενδιαφέρον και διάθεση για επικοινωνία.

Ωστόσο, ένας επιπλέον λόγος που μπορεί κάποιος να μη χρησιμοποιεί τον άμεσο τρόπο, είναι να θέλει να αποφύγει τις κοινότυπες ερωτήσεις. Ίσως να θέλει να παράξει μια συζήτηση ανωτέρου επιπέδου και να γνωρίσει σε βάθος τον άλλον, μέσ’ από τον συνειρμικό του λόγου ή τις αφηγητικές του ικανότητες. Έτσι, έχει στο μυαλό του ότι μαθαίνοντας τις γενικές απόψεις του άλλου και αφήνοντάς τον να σκεφτεί, θα πάρει αυτό που θέλει κι η συζήτηση θα πάει σ’ άλλο επίπεδο, λίγο παραπέρα.

Αυτό, είναι και ένα τρικ που θα μπορούσε να θεωρηθεί έξυπνο. Γιατί αν αφήσεις τον άλλον να σου πει ό,τι εκείνος θέλει, βλέπεις τι πραγματικά έχει σημασία για αυτόν. Θα δώσει βάση στο να μιλάει για τον εαυτό του; Θα δώσει βάση στο να μιλάει για τα επαγγελματικά του ή μήπως για το παρελθόν του; Γενικότερα μ’ αυτόν τον τρόπο κατανοείς τι είναι αυτό που θεωρεί σημαντικό. Βέβαια παρά τα θετικά αυτού του τρόπου, υπάρχουν και τα αρνητικά του, αφού αφήνεις τον συνομιλητή σου να προχωράει πολλές φορές στα τυφλά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Γενικά, καλό θα ήταν όσον αφορά στις συζητήσεις γνωριμίας να υπάρχει έστω μια βάση, μια κοινή αρχή. Να ξέρεις λίγο με ποιον μιλάς. Να ξέρεις τι είναι σωστό να συζητήσεις και τι είναι καλύτερο να αφήσεις για κάποια άλλη στιγμή. Δεν είναι απαραίτητο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που θέλουν να γνωριστούν, να ταλαιπωρούν ο ένας τον άλλον για να δουν ποιος θα κερδίσει τη «χρυσή» πληροφορία. Άλλωστε για αυτό είναι οι συζητήσεις, για ευχαρίστηση και όχι για δυσκολία.

Συντάκτης: Μαρίλια Μυστεγνιώτου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου