Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένα μικρό κοριτσάκι, μια πανέμορφη πριγκίπισσα. Είχε μάθει να της κάνουν όλα τα χατίρια, τίποτα να μην είναι δύσκολο γι’ αυτήν κι οι υπηρέτες της έπρεπε κάθε μέρα να υποβάλλουν τα σέβη τους.

Αν το φαγητό που της μαγείρευαν δεν ήτανε έτσι όπως το ήθελε, έβαζε τις φωνές και σήκωνε το φρύδι αγριεμένα, ακριβώς όπως κι ο μπαμπάς της. Άλλωστε, οι γονείς της της έμαθαν ότι όλα της ανήκαν και τίποτα δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιό της, ακόμα κι αν έπρεπε να χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα. Αυτό το τελευταίο δεν το πολυκαταλάβαινε, αλλά η μαμά της είπε ότι σαν μεγαλώσει θα μάθει.

Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν, η πριγκίπισσα έγινε στριμμένη, απότομη κι απαιτούσε όλα να γίνονται όπως ακριβώς εκείνη τα ήθελε. Βρήκε φίλους που κι αυτοί ήταν πρίγκιπες και πριγκίπισσες κι έτσι δεν έμαθε τι υπήρχε έξω απ’ τον δικό της κόσμο. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο μπαμπάς της, δεν υπάρχει άλλος κόσμος παρά μόνο ο δικός τους.

Τελείωσε το σχολείο κι ο βασιλιάς με τη βασίλισσα αποφάσισαν πως πρέπει να πάει σε άλλη χώρα, μακρινή, για να αποκτήσει τα κατάλληλα εφόδια, ούτως ώστε όταν έρθει η ώρα να ανέβει στο θρόνο του βασιλείου να μπορεί να σταθεί με πυγμή, αυστηρότητα και σκληρότητα.

Μια μέρα, λοιπόν, φθινοπωρινή, λίγο ψυχρή, η πριγκίπισσα φίλησε τους γονείς της κι έφυγε. Ενθουσιασμένη αλλά με μια ανησυχία τι μπορεί να βρει εκεί πέρα. Μετά από ώρες ταξιδιού έφτασε στη νέα αυτή χώρα, μα πόσο μεγάλη ήταν… Άλλοι άνθρωποι, άλλες κουλτούρες. Είχε μια ανησυχία μέσα της, ωστόσο η  μητέρα της της είχε πει να μην  ανησυχεί, γιατί θα βρει κι άλλα πριγκιπόπουλα εκεί πέρα και πριγκίπισσες, άρα δε θα είναι μόνη της!

Αφού πέρασε μια εβδομάδα ξεκούρασης κι επισκέψεων σε μουσεία, έφτασε η μέρα που έπρεπε να πάει στο πανεπιστήμιο. Με ύφος αγέρωχο κι υπεροπτικό και ρούχα casual  αλλά φυσικά επώνυμα, μπήκε μέσα στην αίθουσα. Εκεί βρήκε κι άλλα πριγκιπόπουλα και πριγκιποπούλες. Όμως αυτός εκεί ποιος είναι; Και τι παρακατιανά ρούχα είναι αυτά που φοράει; «Τι θέλει εδώ με όλους εμάς;».

Δεν έμαθε ποιος είναι παρά μόνο όταν έφτασε η ώρα που ο καθηγητής τους ζήτησε να πούνε τα ονόματά τους κι από πού έρχονται. Σηκώθηκε, λοιπόν, εκείνος και με χαμόγελο που χαρακτηριζόταν από σεμνότητα κι ευγένεια συστήθηκε κι είπε ότι έρχεται από μια μακρινή χώρα, την Ελλάδα, ζούσε σε ένα σπίτι φτωχικό αλλά αυτό ποτέ δεν τον αποθάρρυνε απ’ το να κυνηγήσει τα όνειρά του. Έτσι, όταν έμαθε για την υποτροφία που του παρείχε το πανεπιστήμιο, μάζεψε τα λιγοστά ρούχα του και με οδηγό την ελπίδα του ταξίδεψε για να βρει την ευτυχία στα λίγα που γίνονται πολλά.

Η πριγκίπισσα έμεινε έκπληκτη! «Απ’ το βασίλειό μου είναι αυτός ο νεαρός; Είναι υπήκοός μου; Μα πού βρισκότανε όλα αυτά τα χρόνια; Πώς μπορούσε να είναι σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο κάποιος που δεν είναι από βασιλική οικογένεια; Πώς του το επέτρεψαν;». Είχε ωστόσο κάτι που την τραβούσε, κάτι που την έκανε να θέλει να τον γνωρίσει.

Σαν τελείωσε το μάθημα, τον πλησίασε και με ύφος υπεροπτικό τον ρώτησε ποιος είναι. Εκείνος χαμογέλασε και της είπε: «Ένας απ’ τους υπηκόους σας, πριγκίπισσά μου». Εκείνη τη στιγμή χαλάρωσε, γέλασε και του πρότεινε, αν θέλει, να πάνε για έναν καφέ.

Ο ένας καφές γίνανε δύο, η βόλτα στα μουσεία γίνανε βόλτες στο δρόμο, περπάτημα στο πουθενά. Τα ακριβά εστιατόρια γίνανε burger στο χέρι, παγκάκι και γέλια, πολλά γέλια. Τον θαύμαζε για τον τρόπο που μιλούσε, που γελούσε, για τον τρόπο που σκεφτόταν. Της μιλούσε για τους ανθρώπους κι εκεί άρχισε να μαθαίνει πραγματικά τη χώρα της, τους κατοίκους της. Άκουσε για τις δυσκολίες τους, για τα εμπόδια, αλλά και το πώς σβήνονται όλα στο Κυριακάτικο τραπέζι. Με τα λίγα φαγητά αλλά την πολλή αγάπη. Εκείνη δε θυμάται ποτέ τόση αγάπη στα δικά τους οικογενειακά τραπέζια.

Τον λάτρεψε, τον ένιωσε άνθρωπό της κι ήταν το έναυσμα για να νιώσει μέσα της να σπάνε τα δεσμά και να χαμογελάει ευτυχισμένη. Εκείνος ήταν ο λόγος που συνειδητοποίησε πράγματα που αγνοούσε.  Οι άνθρωποι δεν είναι παιχνίδια και τα βασίλεια δε στέκονται μονάχα με τη δουλειά και την υποταγή. Κατάλαβε πως αν αφήσει τους υπηκόους της ελεύθερους να αναπνεύσουν, αν τους αφήσει να έχουν πρωτοβουλίες κι αν σταματήσει να προωθεί στο υπουργικό συμβούλιο του βασιλείου μόνο εκείνους που έχουν τις σωστές γνωριμίες, τότε το κράτος τους θα πήγαινε μπροστά, πολύ μπροστά.

Έσκασε στα γέλια τρανταχτά, τόσο τρανταχτά που ο καλός της ξύπνησε τρομαγμένα. «Τι έγινε;» τη ρωτάει. «Αγάπη μου, μόλις κατάλαβα κάτι. Μπορεί να μεγαλώνουμε ως πριγκίπισσες, όμως σαν γίνουμε βασίλισσες θα πρέπει να γινόμαστε υπήκοοι, υπήκοοι των πολιτών μας».

Και τότε, ο καλός της την αγκάλιασε, τη φίλησε και της είπε την ομορφότερη φράση, που σε όποια γλώσσα και να την ακούσεις τα ίδια συναισθήματα δημιουργεί: «Σ’ αγαπώ».

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη