Δεν υπάρχει πιο εκκωφαντικός ήχος από τη σιωπή ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Μπορεί να μαλώνουν, να θυμώνουν, να πληγώνουν ο ένας τον άλλον μονάχα με μια ματιά χωρίς να βγαίνει ήχος. Κενό τεράστιο, σε ένα δωμάτιο μικρό. Είναι εκείνα τα ζευγάρια που πλέον οι ρωγμές στο γυαλί έχουν γίνει τόσες πολλές, που δε φτάνει απλώς μια γάζα, θα χρειαστεί σίγουρα επισκευή κι αν και μ’ αυτή δε γίνει τίποτα, τότε θα πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Έτσι όπως θα πεταχτεί και ο δικός τους δεσμός.

Συνήθως λέμε πως δύο άνθρωποι τελειώνουν αυτό που έχουν επειδή δεν μπορούν πλέον να καταλάβουν τους εαυτούς τους, δεν μπορούν να φανταστούν την παρουσία τους μέσα σε αυτή τη σχέση. Μπορεί ωστόσο να υπάρξουν κι εξωτερικοί, υπόγειοι παράγοντες που κόβουν τα πόδια της καρέκλας και σαν πάνε να καθίσουν, αισθάνονται να μην τους κρατάει. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως αν ο ένας σύντροφος σταματήσει να λέει στον άλλον όλα όσα έρχονται στα αυτιά του από τους απ’ έξω, θα σταθεροποιηθεί αυτό που έχουν, μιας κι όταν κάτι τρίζει και σπάει και ραγίζει, δε φταίνε μονάχα οι ξένοι, συγγενείς, φίλοι- αυτοί δηλαδή που το παρατηρούν- μα και εκείνοι που κάποτε επέλεξαν να πιάσουν και να σηκώσουν και να ρίξουν αυτό το γυάλινο εύθραυστο συναίσθημα.

Ενηλικιωνόμαστε, όχι μονάχα ως ένας αριθμός, αλλά και εις βάθος κι αν δεν το καταλάβουμε θα καταλήξουμε να προσπαθούμε να πατήσουμε σε δύο βάρκες που επιπλέουν με αποτέλεσμα να πνιγούμε, τραβώντας και τον άνθρωπό μας στον βυθό. Αλήθεια, θέλουμε τελικά να είμαστε με εκείνον που αγαπάμε κι αν ναι, μπορούμε να μάθουμε πως όσα γίνονται στο σπίτι μας δεν είναι απαραιτήτως ανακοινώσιμα; Μπορούμε να κρατήσουμε τη σχέση μας ιδιωτική εν τέλει, ή είμαστε υποχείριο της ίδιας μας της τάσης για κουτσομπολιό;

Τα συναισθήματα έρχονται με μια ματιά και φεύγουν με την ίδια ταχύτητα κι όσοι αγαπήθηκαν δυνατά έφτασαν να μισούνται εξίσου δυνατά. Σαν να μην κοιμήθηκαν τα βράδια αγκαλιά, σαν να μην είπανε ποτέ πως μαζί θα πορεύονται, πως το ταξίδι τους αυτό είχε κάποτε κοινές συντεταγμένες. Ίσως γι’ αυτό και τα μάτια πλέον είναι παγερά, κρύα σαν την καρδιά τους, αισθάνονται πως απέτυχαν να διαλέξουν σωστά νιώθουν υπόλογοι της αποτυχίας της σχέσης τους.

Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε την αποτυχία μας ως σύντροφοι, είναι εγωισμός, είναι πείσμα, ίσως κι αδυναμία. Αδυναμία να παραδεχτούμε πως σε όσα μας έλεγε το έτερόν μας ήμισυ υπήρχε και μια αλήθεια κι αντί να τη σκεφτούμε τρέχαμε σε άλλους να ομολογήσουμε όσα ειπώθηκαν, αφήνοντάς τους έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, να μας επηρεάζουν. Και το αποτέλεσμα; Ένα ζευγάρι που μαλώνει, που η φλόγα γίνεται λάβα θυμού η παγωνιά είναι αισθητή, κανένα χοντρό ρούχο δεν μπορεί να ζεστάνει τη γυμνή καρδιά τους και καμία ελπίδα δεν μπορεί να φωλιάσει, σαν φρούτο που χάλασε και ξέχασες στο ψυγείο.

Το βλέπεις κι από τα σώματα, που όταν τσακώνονται αμίλητα είναι τα χέρια και σταυρωμένα, δείχνουν άμυνα κι επίθεση, τα μάτια μένουν βλοσυρά και τα πόδια ετοιμάζονται να τρέξουν προς την έξοδο. Δεν μπορούν να ανακαλέσουν στιγμές ευτυχίας, καπνός μαύρος σκεπάζει τη μνήμη τους, μίσος οδηγεί τα βήματά τους κι όσα κάποτε τους ένωναν τώρα είναι ο τοίχος που τους χωρίζει. Συνεχίζουν να πιστεύουν πως έχουν δίκιο αμφότεροι, ο άλλος κρύβει εμμονές, ο άλλος είναι εχθρός τους.

Ίσως τελικά η μόνη λύση να είναι να τελειώσουν την ιστορία που ξεκίνησαν ως εραστές αφού κατέληξαν εχθροί. Ίσως να πρέπει να μείνουν μόνοι τους για να ηρεμήσουν και πιθανόν να συνειδητοποιήσουν το λάθος του να επιτρέπεις σε άλλους να εισχωρούν στη δική σου σχέση. Ίσως αυτό που είχανε ήταν το δικό τους μάθημα σε τούτη τη ζωή, κατά πώς λένε.

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου