Nomophobia, ή αλλιώς η νέα ασθένεια που ταλανίζει ενήλικες κι έφηβους. Η ασθένεια που χαρακτηρίζεται από την πλήρη εξάρτηση από το κινητό όπου η έλλειψή του μπορεί να οδηγήσει σε ταχυκαρδίες κι αύξηση πιέσεων όπως αναφέρεται σε αμερικανική έρευνα. Σίγουρα δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε την πλήρη εξάρτηση που έχουμε απ’ αυτό, όμως διαβάζοντας όσα διαπιστώθηκαν από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ σίγουρα θα μας δημιουργηθούν έντονοι προβληματισμοί. Κατόπιν έρευνας λοιπόν που πραγματοποίησαν διαπίστωσαν πως οι συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι τα κινητά αποτελούσαν προέκταση του εαυτού τους ενώ στη σκέψη ότι δεν είχαν κινητό τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν ήταν πόνος και μοναξιά. Στα ίδια πλαίσια κινούμαστε και σε ό, τι αφορά το κομμάτι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπου η υπερβολική τους χρήση οδηγεί σε εθισμό και σε συναισθήματα αρνητικά για τον ανθρώπινο ψυχισμό.

Σκεπτόμενοι τα παραπάνω ίσως να μην είναι λογικό να κρίνουμε όσους επιλέγουν, γιατί επιλογή είναι, να μην έχουν προφίλ σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή προηγμένης τεχνολογίας κινητά. Η πλειοψηφία πιστεύει πως η χρήση των γνωστών μέσων δικτύωσης είναι κάτι φυσιολογικό, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μας και θεωρείται αναχρονιστικό ν’ απέχεις από τη μόδα τους. Συνεπεία των παραπάνω είναι να φτάνουν οι περισσότεροι εξ’ αυτών των χρηστών να περνάνε μεγάλο μέρος του χρόνου τους μπροστά σ’ ένα κινητό ή στα μέσα δικτύωσης, προσπαθώντας να δούνε posts, να μάθουν για τις ζωές των υπολοίπων μέσα από φωτογραφίες και στιγμές χαράς και υπέρμετρου show off. Σαν να φοβούνται ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητά τους προσπαθώντας να ζήσουν μέσα από τις ζωές των άλλων. Μπορεί όμως κανείς να είναι σίγουρος που τούτοι οι influencers, ή όποιος αλλιώς αποκαλούνται, είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο δείχνουν;

Το κλειδί εδώ είναι και θα είναι πάντα ένα. Ο εθισμός. Ένας εθισμός που ξεκινάει από το πρωί που ξυπνώντας χωρίς σκέψη το πρώτο που κάνουμε είναι να πάρουμε το κινητό στο χέρι προκειμένου να δούμε τι ανέβασαν φίλοι και «φίλοι» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Να δούμε πόσα likes υπάρχουν στη φωτογραφία που ανεβάσαμε λες κι από εκεί κρίνεται η προσωπικότητά μας.

Ας ξαναγυρίσουμε σ’ εκείνους που δεν έχουν επαφή με fakebook, Instagram και τα λοιπά μέσα. Υπάρχει μια σεβαστή πιθανότητα να έχουν βρει καλύτερη ισορροπία από τους χρήστες των μέσων δικτύωσης καθ’ ότι επιλέγουν να ζούνε χωρίς να μπαίνουν σε μέτρα σύγκρισης τόσο ισχυρά και συνεχή. Ξέρουν ποιοι είναι πραγματικά, δεν έχουν ανάγκη να επιβεβαιώνονται και δεν αποζητούν την αναγνώριση από κανένα like απομακρυσμένο, αντίθετα προτιμούν τα likes να είναι από φίλους που δε βρίσκονται στο δωμάτιο του σπιτιού τους καρφωμένοι σ’ έναν υπολογιστή ή ένα κινητό, αλλά απέναντί τους. Άλλωστε η διαδικτυακή φιλία αποξενώνει τους ανθρώπους που αντί να ανταλλάσσουν συναισθήματα επιλέγουν ν’ ανταλλάσσουν φατσούλες.

Μα κι η αγορά παλαιότερης τεχνολογίας κινητού φαίνεται περίεργη, λες κι αν δεν έχουμε συνεχή πρόσβαση σε facebook και τα σχετικά θα βρεθούμε αποξενωμένοι. Όσοι επιλέγουν να μην παρακολουθούν μανιωδώς τι συμβαίνει στον ψηφιακό κόσμο κάνουν κάτι καλύτερο, επιλέγουν να μαθαίνουν τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, να ενημερωθούν όχι από ένα κινητό αλλά από μια εφημερίδα για την υπάρχουσα κατάσταση και να διαμορφώνουν γνώμη, όχι από εικόνες και φατσούλες, αλλά από λέξεις που όλα μαζί με τρόπο τακτοποιημένο φτιάχνουν κείμενα, αυτά τα κείμενα που τολμώ να πω πως κρύβουν μια ουσία διαφορετική γιατί έγιναν με κόπο.

Συνεπώς εκείνοι που συνειδητά δεν έχουν κινητό ή έχουν παλαιότερου τύπο κινητού, εκείνοι που δε φτιάχνουν προφίλ για να παρακολουθούν από τη μεγάλη κλειδαρότρυπα που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια, ίσως δεν είναι παράξενοι άνθρωποι, αλλά τρελοί κι ονειροπόλοι ποιητές και πραγματιστές μαζί, με ανησυχίες για το αύριο που προτιμούν να βλέπουν. Κι ίσως αν τους ακολουθούσαμε περισσότεροι, να έμοιαζαν και πάλι τα χρώματα πιο έντονα. Τότε που τα φίλτρα ήταν μόνο για τον καφέ.

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου