Ήταν μεσημέρι, μέσα Ιουλίου. Καθισμένη στο πάτωμα του μπαλκονιού μου, παρατηρούσα το άδειο μας διαμέρισμα και έκλαιγα.

Δεν ήξερα γιατί έκλαιγα, από χαρά από συγκίνηση από στεναχώρια. Ίσως το διαμέρισμα να μην ήταν στ’αλήθεια άδειο αλλά ασφυκτικά γεμάτο από αναμνήσεις που με έπνιγαν.

Σκληρή πλέον με τον ίδιο μου τον εαυτό, σηκώθηκα, σκούπισα τα δάκρυά μου, και μίλησα με έντονη φωνή όπως μου άρεσε να κάνω είτε για να τον ταρακουνήσω είτε για να τον παινέσω. Υπήρξα βλέπεις, πολύ δύσκολη στις αλλαγές περιβάλλοντος μιας και η ευαισθησία μου με αφήνει να δένομαι με ανθρώπους, χώρους και πράγματα.

Νομίζω ότι έκλαιγα γιατί δεν ήθελα να αφήσω το σπίτι μας με την Πωλίνα, το σπίτι όλων μας τον φίλων. Και ύστερα ήρθε κι άλλο σπίτι, και ένα χρόνο αργότερα ένα νέο διαμέρισμα μεγαλύτερο. Να μη μιλήσω για το σπίτι μου στην Κύπρο ή για το σπίτι που με φιλοξένησε τον πρώτο μου χρόνο σαν φοιτήτρια.

Μετά από κάποια χρόνια μακρυά απο την χώρα σου, η λέξη πατρίδα ξεκινά να χρησιμοποιείται για ρομαντικούς σκοπούς ή ως μια χαϊδευτική αναφορά στη χώρα μας.

Ξέρεις, όσο βρίσκομαι στο εξωτερικό, είμαι μια Κύπρια που δουλεύει εδώ, ενώ όσο είμαι στην Κύπρο είμαι η φίλη, η κόρη, ή και η θεία που ζει στην Αγγλία – όσο λίγο καιρό και αν μετράω εδώ.
Κάποιοι θα με ρωτήσουν αν πεθύμησα το σπίτι μου και πάντα θα απαντώ ναι.

Το περίεργο όμως είναι, ότι το πραγματικό μου σπίτι, εδώ και πέντε χρόνια είναι ουσιαστικά ο προορισμός μου για διακοπές. Κανονικά όμως, το σπίτι μου θα έπρεπε να είναι εκείνο όπου ξυπνάω τις μέρες της ρουτίνας μου, εκεί που χρειάζομαι και μπορώ να θάβω τα αγχη της μέρας μου κάτω από τα μαξιλάρια.
Έτσι έμαθα σιγά σιγά, να μην ονομάζω τίποτα «σπίτι» ή να κάνω «σπίτι» το κάθε τι.

Το σπίτι μου είναι πλέον το σπίτι των γονιών μου, το σπίτι της γιαγιάς μου, της θείας μου, του αγαπημένου μου ή το σπίτι της κολλητής μου. Σπίτι μου είναι επίσης, εκείνο το σπίτι στο οποίο θα μπορώ να τρέξω κλαίγοντας έστω και αν τρέχοντας θα χρειαστεί να πηδήξω και σε ένα αεροπλάνο για να το φτάσω.

Σπίτι μου είναι στο μυαλό μου, εκείνο που θα εχω πάντα ένα κρεβάτι να κοιμηθώ, για να ξυπνήσω και ν’ακούσω μια καλημέρα από κάποιον που αγαπώ.

Μπορώ ακόμα να πώ, πως σπίτι μου είναι και η γωνιά του γραφείου μου στην δουλειά. Που φρόντισα από τις πρώτες κιόλας μέρες να το νιώσω δικό μου, να βάλω στρατηγικά στη σειρά όλα όσα με κάνουν να νιώθω άνετη και χαρούμενη εκεί που περνάω τη μισή μου ζωή.

Σπίτι μου, είναι πλέον οι πρωινός καφές που συνοδεύεται με αγκαλιές, τα ποτά με την πιό αγαπημένη θέα, οι παράφωνες φίλες στις εκδρομές, οι μικροδιαφωνίες με τη μαμά, τα ανιψάκια που μου τραβάνε τις μπλούζες, ο λιγομίλητος παππούς στον καναπέ.

Σπίτι αγαπημένοι μου για μένα, είναι εκεί που όταν φεύγω, σταματούν ξαφνικά τα ρολόγια. Ο δείκτης τους, ξαναζωντανεύει με την επιστροφή μου. Όσο περνάει ο καιρός βλέπεις, σταματάμε να κατασταλάζουμε σε οτιδήποτε λιγότερο από «σπίτι». Δε χωράνε πλέον άβολες πρώτες ώρες και περίεργες επανασυνδέσεις. Σπίτι είναι εκεί που οι δείκτες τρέχουν σαν τρελοί να πάρουν θέση όσο ετοιμάζομαι να βάλω τα κλειδιά στην πόρτα.

Το σπίτι μου είναι όπου βρίσκεται η βαλίτσα μου για τη βδομάδα· κι εκεί που ταξιδεύει η ψυχή μου σε κάθε ανάσα.

 

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα