Τα φώτα σβήνουν. Τα παντζούρια κλείνουν και στους δρόμους αδέσποτες ψυχές ψάχνουν να βρουν όλα εκείνα τα ασυμμάζευτα που χάθηκαν στον χρόνο. Κίτρινα φώτα και κάπου-κάπου γέλια μεθυσμένων να καταλήγουν σε φωνές και κλάματα. Όπως ακριβώς τα μεθύσια που κάναμε κι εμείς όταν φορέσαμε την ετικέτα «χωρισμένοι». Γιατί το τέλος είχε έρθει χωρίς να βλέπουμε την αρχή, χωρίς να βλέπουμε μπροστά μας το καινούριο. Ήμασταν τόσο πεπεισμένοι πως τίποτα δεν μπορεί να ‘ναι το ίδιο σε μια επόμενη σχέση, που αυτό γράφτηκε στον εγκέφαλο και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεγραφτεί. Τίποτα δε θα μπορούσε να ‘ναι ξανά ωραίο, γιατί αυτός ο άνθρωπος υπήρξε για μας κεφάλαιο της ζωής μας.

Τα μεθύσια γίνανε πολλά, κάποιες φορές με φίλους, κάποιες με αγνώστους κι άλλες με τον εαυτό μας να δίνει ρέστα σε ερμηνείες μονολόγου, αγκαλιά μ’ ένα ποτό. Μηνύματα τα ξημερώματα κι αναπάντητες κλήσεις που δεν έγιναν ποτέ εισερχόμενες. Μια απάθεια που μας τσάκιζε όλο και βαθύτερα, γιατί τίποτα δε δείχνει να μπορεί να γίνει όπως πριν. Κι έτσι ο χρόνος μας αποδεικνύει πως μπορούμε και χώρια. Κάνουμε νέες σχέσεις και προχωράμε κι οι δύο τις ζωές μας χωρίς καμία επαφή μεταξύ μας. Το παρελθόν είναι παρελθόν κι αυτό που οφείλουμε κι οι δύο στους εαυτούς μας είναι να μη δώσουμε δεκάρα τσακιστή για τις ζωές που χάσαμε. Ή, τουλάχιστον, αυτό θα ήταν το ιδανικό να κάναμε.

Γιατί θα μπορούσαμε να ‘μαστε στην ιστορία εκείνοι με την ατσάλινη συνείδηση, που όταν λέμε ότι προχωράμε, δεν κοιτάμε πίσω ούτε για παρκάρισμα. Εκείνοι με το ατσαλάκωτο προσωπείο, που αναρωτιέσαι καμιά φορά αν έτσι γεννήθηκαν. Όχι, δεν είμαστε αυτοί. Αν ήμασταν, κανένα παρελθόν δε θα ανήκε με κάποιον τρόπο στο τώρα. Και το φοβερό είναι πως ανήκει με τον δυσκολότερο. Το ερωτικό κομμάτι μιας σχέσης πάντα θα αποτελεί το ζενίθ της χημικής αυτής ένωσης. Τι γίνεται, λοιπόν, μετά τον χωρισμό;

Είπαμε πως προχωρήσαμε με ανθρώπους που αγαπήσαμε. Γιατί θέλουμε να μας βλέπουν καλά. Αλλά το μεγαλύτερο ψέμα το είπαμε στους εαυτούς μας, όταν πιστέψαμε ότι μπορούμε ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλο. Κι όσο εγωισμό κι αν προσθέσαμε, όσα δόντια κι αν σφίξαμε, δεν καταφέραμε ποτέ να πάμε κόντρα στη μοίρα. Γιατί όταν μια σχέση είναι καρμική, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να της πάει κόντρα. Δεν είναι δύο μισά που δεν μπορούν να ολοκληρωθούν με άλλους, όχι. Είναι δύο άνθρωποι που δεν μπορούν να ζούνε χωριστά.

Όσο κι αν προχωρήσαμε παρακάτω, ερωτικά δεν καταφέραμε να αποσυνδεθούμε, γιατί δε δεχτήκαμε ποτέ πως ήρθε ο χωρισμός. Πλέξαμε γύρω απ’ αυτόν σύννεφα και τα ονομάσαμε «φιλικά», «τελευταία φορά», «ένα ακόμη». Δεν καταφέραμε ποτέ να βρούμε το θάρρος να δούμε ότι μπορούμε και χώρια, ότι μπορούμε και χωρίς συνεξαρτητικές σχέσεις στη ζωή μας. Κι έτσι καλύψαμε με όλο και περισσότερα ψέματα αυτό που δεν μπορέσαμε ποτέ να αποχωριστούμε. Και φτάσαμε σήμερα να ζούμε δύο ζωές. Ό,τι δε θέλαμε να μας κάνουν, τώρα το κάνουμε σε άλλους.

Το χειρότερο είναι ότι ξέρουμε σε ποια απ’ τις δύο ανασαίνουμε, αλλά δεν τολμούμε να ρισκάρουμε να μείνουμε μόνοι. Θέλουμε όλο αυτό που δε θα ξαναβρούμε σε άλλη σχέση να ‘ναι παρόν, παρέα με τη νέα μας σχέση, που αποπνέει κάτι το καινούργιο και διαφορετικό. Κι οι ζωές μας όλο και περιπλέκονται μέσα σε μυστήρια και κρυψώνες που δύσκολα θα θελήσουμε να βγούμε από ‘κει μέσα. Κι όχι να βγούμε γιατί πρέπει, αλλά να βγούμε γιατί δε μας αξίζει το υπόγειο, η κρυψώνα, το λίγο απ’ όλα. Δε μας αξίζει η διπλή ζωή και το «ένα ακόμα τελευταίο». Ο έρωτας είναι απόλαυση και δεν πρέπει να ‘ναι «ένα τελευταίο». Μιλάμε για μια μεγάλη κινητήρια δύναμη που δε θα ‘πρεπε να κρύβεται και να μοιράζεται.

Ο έρωτας είναι μονοπώλιο για δύο. Μόνο αν έχεις θάρρος να τον ζήσεις, ζητάς τα ρέστα.

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη