«Όποιος δεν έχει θάρρος, περιμένει τον θάνατό του» θα μπορούσε να ‘ναι η αρχική σκέψη κάθε ρεμπέτικης ψυχής. Κάθε καημού που γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο. Κάθε ανθρώπου που περιθωριοποιήθηκε, εκμεταλλεύτηκε κι εκδιώχθηκε. Κάθε φωνής που είχε την ανάγκη, σε μια κοινωνία επικριτική, να ακουστεί και να γίνει ένα με τις άλλες. Κάθε θεριακλή που δεν έζησε έτσι όπως ήθελε. Κάθε καταπιεσμένης γυναίκας που είχε μπέσα η ψυχή της. Γιατί το ρεμπέτικο ξεκινά απ’ την ψυχή. Τη μαγκιόρα, την αλήτισσα, την ντόμπρα. Αυτή που επαναστατεί μέσα από έναν τρόπο ζωής αλλιώτικο απ’ τον συνηθισμένο.

Θα μπορούσε να ‘χει ένα ταξίμι για εισαγωγή κι έναν αμανέ όλο πόνο. Αυτό το «αχ» που ξεριζώνει από μέσα όλα εκείνα τα καλά κρυμμένα κι ανείπωτα. Όλα όσα δε γίνανε ποτέ πράξεις, ίσως ούτε λέξεις. Το «αχ» που δεν είναι φωτιά να σβήσει με το νερό. Είναι αυτό το νταλκαδιάρικο, που θέλει κρασί και πενιές σ’ ένα υπόγειο σε κάποιο λιμάνι του Πειραιά, της Ερμούπολης, της Κωνσταντινούπολης ή της Σμύρνης, αρχές του 1900. Από έναν σκυμμένο και σιωπηλό ρεμπέτη που δε μιλά πολύ, γιατί έχει καημό βαθύ. Έχει βρει παρηγοριά σ’ αυτήν την ιδιοπαθή συνύπαρξη, επηρεασμένη από βυζαντινή και λαϊκή μουσική. Ένα τσιγαριλίκι ή ένας ναργιλές και το αργό ζεϊμπέκικο είναι ο τρόπος που θα τον καταλάβεις.

Κοντεύει χάραμα, είναι μοναχός κι η γυναίκα του δεν το θέλει, γιατί είναι ψαράς. Δεν τον καταλαβαίνει καμιά κοινωνία. Δεν τον αγκάλιασε καμιά πατρίδα. Είναι αυτός που θ’ ακούσεις σ’ ένα τραγούδι του να σου εύχεται ο θεός να σε φυλάει απ’ τους φίλους. Καθισμένος σε μια γωνιά κι ένα ντουμάνι από σκοπούς που εξάπτουν τη φαντασία. Κι έτσι θα κάνει και τις γυναίκες να αποζητούν τους τεκέδες τα βράδια, δίχως να δίνουν σημασία στα λογότυπα. Είναι γεγονός πως η αυτοκυριαρχία έχει γίνει στόχος αυτών. Και δεν υπάρχει καλύτερο ξεκίνημα απ’ το να ξυπνάς τον νου ενός σκλαβωμένου άνδρα, μιας καταπιεσμένης γυναίκας, μιας αποχαυνωμένης κοινωνίας, με το ρεμπέτικο τραγούδι.

Γιατί πήρε καιρό να αποδειχθεί ο χαρακτήρας του. Γιατί σήμερα με ευκολία λέμε πως έχει μπει στην πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO. Στον χρόνο, όμως, κατάφερε να επιβιώσει με αγώνα κι επιμονή. Άφησε στίγμα κι έφερε διακρίσεις. Δίχασε τον κόσμο ενώνοντάς τον. Ήταν η παρηγοριά των πονεμένων κι ο σπόρος μίσους των οικονομικά ισχυρών, μέχρι να συστηθεί απ’ τον Μάνο Χατζιδάκι. Μέχρι να γίνει τρόπος ζωής και των μικρομεσαίων και, κατά συνέπεια, να μην αποτελεί τρόπο έκφρασης με κριτήριο την οικονομική άνεση ή μάλλον την απουσία αυτής. Να ‘ναι η φτώχεια, η κατανόηση κι ο άδικος καιρός που τους ενώνει. Γιατί και τότε έπασχε ο κόσμος από κρίση. Οι αξίες είναι που παραβιάζονται σε κάθε εποχή.

Για την υπεράσπισή τους τραγούδησαν οι γυναίκες φουμάροντας χόρτο, τον καιρό που η μαγκιά ήταν λέξη αντρική. Γι’ αυτό εκδιώχτηκαν αριστεροί της εποχής. Γι’ αυτό κάθε αντιρρησίας αποζητούσε τα σοκάκια της υποτιθέμενης, τότε, ρεμπέτικης κουλτούρας. Γιατί μέσα απ’ τη μουσική αποκτούσαν δικαίωμα και φωνή κοινωνικές ομάδες που ήταν στη σκιά. Κι έτσι μένει το ρεμπέτικο στον χρόνο ως εποχή. Η εποχή που η μουσική αποδεικνύει ότι είναι για όλους και πως φυλακισμένοι δεν είναι μονάχα αυτοί πίσω απ’ τα σίδερα.

Είναι δύσκολο να ‘χει μαγκιά ένα πνεύμα. Να ‘χει φλόγα και τόλμη. Να μη δειλιάζει γι’ αυτό που είναι, αψηφώντας τους κανόνες που το περιορίζουν. Κι είναι δύσκολο να στεριώσει. Είναι που ερωτεύεται ιδέες κι όλο δεν ταιριάζει στα καθωσπρέπει κείμενα. Είναι ζηλευτό κι ανήσυχο μέσα σ’ όλα όσα του έχει προσάψει η κοινωνία. Σ’ αυτήν που υποτίθεται ότι ανήκει. Που σήμερα θα θέλαμε τόσο πολύ να ζήσουμε, αλλά δύσκολα θ’ αφήναμε όσα είναι δεδομένα.

«Ένα καταπιεσμένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που ζει τον έρωτά του μέσα στην παρανομία, που η ζωή του η ίδια είναι μέσα στο περιθώριο, τραγουδά για τα συναισθήματα, τα μόνα που κυκλοφορούσαν ελεύθερα εκείνη την εποχή» ανέφερε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Άραγε, σήμερα, υπάρχει ρεμπέτικος νταλκάς;

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη