Ήταν εκείνα τα βράδια που στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη. Και μέσα σε εκείνον συναντούσα τον άλλον μου εαυτό. Εκείνον που στο πρόσωπό του μπορούσες να δεις όλα τα απωθημένα μου. Εκείνον που δε δείλιαζε να αφεθεί στο συναίσθημα, που δεν έτρεμε στο ενδεχόμενο να πληγωθεί. Σε αντίθεση με το πρόσωπο έξω απ’ τον καθρέφτη, το εγώ μου, που φοβόταν να ζήσει, μήπως τον τρυπήσει το αγκάθι της αγάπης κι αιμορραγήσει. Χωρίς, ωστόσο, να ξέρει (ή να αντέχει να μάθει) πως η αγάπη κρύβει τόσες ομορφιές -κι ας πονάει.

Γιατί όταν αγαπάς, αισθάνεσαι. Κυριεύεσαι από αισθήματα απερίγραπτα, γεύεσαι τη ζωή μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Όταν αγαπάς μπορείς να αφεθείς και να γνωρίσεις ακόμα και τις πιο σκοτεινές πτυχές του εαυτού σου αλλά και τις πιο τρυφερές. Γι’ αυτό ο εαυτός μου πάλευε να απελευθερωθεί απ’ τον καθρέφτη, προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποκτήσει υπόσταση. Πάλευε το συναίσθημα να κερδίσει τη λογική, να την πείσει να μην είναι δειλή. Και συνέβη…

Αντίκρισε εσένα κι ο καθρέφτης έσπασε. Οι άμυνες έπεσαν κι ο εαυτός μου αγκάλιασε το εγώ μου, και μαζί έγιναν ένα. Η λογική έριξε τα τείχη της, σαν βρέθηκες μπροστά της. Θόλωσες το μυαλό, το έθεσες σε παύση, και το τιμόνι έπιασε στα χέρια της η καρδιά. Κι ο νέος εαυτός σάλπαρε για μέρη ανεξερεύνητα και γεύτηκε για πρώτη φορά τον έρωτα σε πολύ μεγάλες δόσεις. Περισσότερες από όσες πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει. Εθίστηκε σε ‘σένα και με τον καιρό η σχέση που δημιούργησε, έγινε μια σχέση εξάρτησης. Μια σχέση απ’ την οποία είχε πιαστεί, λες κι ήταν το ναρκωτικό του. Μια σχέση στην οποία η άρνηση δε χωρούσε. Σε κάθε ερώτηση η απάντηση ήταν, αναμφίβολα, «ναι».

Ώσπου κάποιο βράδυ, ο εαυτός συγκρούστηκε με φόρα στα όρια τα δικά σου. Βρέθηκε να ζητάει δόσεις μεγαλύτερες από ‘κείνες που ήταν επιτρεπτές, και γι’ αυτό δεν του δόθηκαν ποτέ. Κι αλίμονο αν σκεφτεί κανείς πόσο πόνεσε. Γιατί η αποτοξίνωση του κάθε ναρκομανή είναι αληθινό βασανιστήριο.

Κάπως έτσι, το εγώ μου επιβεβαίωσε, για άλλη μια φορά, ότι η αγάπη είναι κοφτερή, όταν η ζυγαριά δεν ισορροπεί. Για να σώσει ό,τι απέμεινε, κόλλησε ξανά τα γυαλιά του σπασμένου καθρέφτη. Κλείδωσε τον εαυτό πίσω από αυτόν και στάθηκε ο ίδιος πλάτη προς εκείνον. Για να μην αντικρίζει όλα εκείνα τα ανεκπλήρωτα απωθημένα. Για να πάψει να αιμορραγεί.

Μα όσος καιρός κι αν περάσει, η νοσταλγία κάποια στιγμή ξυπνάει. Γιατί ποιος μπορεί τόσο εύκολα να ξεχάσει τον εθισμό του; Και πιάνω το εγώ μου να αναζητά ξανά τον άλλον εαυτό μου. Την εκδοχή εκείνου του εαυτού, του απελευθερωμένου. Που ξεχνάει τι θα πει λογική κι αξιοπρέπεια. Που, αν και τόσο σκληρός και ψυχρός, τώρα γίνεται ευάλωτος κι αφελής. Υποκύπτει μπροστά στον έρωτα, στην τόσο ιδιαίτερη εκδοχή του. Είναι ο έρωτας o αυτοκαταστροφικός. Είναι ο μόνος μπροστά στον οποίο λυγίζει, μπροστά στον οποίο δεν ξέρει καθόλου να υποκρίνεται.

Απεγνωσμένα ζητά τον εαυτό εκείνον, που δε φοβάται να ρίξει τις άμυνές του και να μείνει ξανά εκτεθειμένος, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, πως μόλις ανάψουν τα φώτα, από κάπου πάλι θα αιμορραγεί. Οι σχεδόν επουλωμένες πληγές με ένα άγγιγμα θα τραυματιστούν ξανά. Τα λόγια που ειπώθηκαν, θα στροβιλίζονται στο μυαλό, και για άλλο ένα βράδυ ο εαυτός μου αυτός θα αγγίζει την παράνοια.

Ψάχνει την εκδοχή του εαυτού εκείνου που αν και πλησίαζε ο εχθρός, με κάθε απειλητική διάθεση, εκείνος γκρέμιζε τα τείχη του κάθε φορά, μένοντας ανήμπορος, αναμένοντας την πολιορκία του για ακόμη ένα βράδυ, ξέροντας, όμως, πως μόλις η πόρτα θα έκλεινε το ξημέρωμα πίσω του, θα ‘πρεπε να μαζέψει τα κομμάτια του ξανά απ’ την αρχή.

Κι όπως κάθε άλλο βράδυ, οικειοθελώς, ενέδωσε με ευκολία σε ‘σένα, τον βασανιστή του. Κι αφέθηκε. Αλλά τη στιγμή εκείνη το ένιωθε. Το ζούσε, το επιθυμούσε. Ήθελε να νιώσει αυτό το έντονο συναίσθημα του έρωτα. Ήθελε να αφεθεί, κι ας τον κατέστρεφε. Γιατί ήταν απ’ τις ελάχιστες φορές που έπραττε αυτό ακριβώς που λαχταρούσε. Κι ας ήταν απ’ τα πιο επώδυνα πράγματα που επρόκειτο να ζήσει. Ίσως κι απ’ τα πιο αυτοκαταστροφικά. Απ’ τις ελάχιστες φορές που κατάφερνε να κοιμίσει τη λογική. Να την κλειδώσει στο συρτάρι και να κλείσει τα μάτια, με μόνο του οδηγό το συναίσθημα. Ποτέ δεν το ‘χε αισθανθεί στη ζωή του ξανά. Και να που το βίωνε τώρα σε όλο του το μεγαλείο.

Και κάπως έτσι, άθελά του, εγκλωβίστηκε ξανά σε έναν φαύλο κύκλο. Τον οποίο δεν ήταν καν σίγουρος αν ήθελε πια να σπάσει. Εκεί έβρισκε το ναρκωτικό εκείνο που τον μεθούσε. Το ζητούσε απεγνωσμένα, κάθε φορά όλο και περισσότερο, κι ας ήξερε ότι η επαφή αυτή θα διέλυε ακόμα ένα κομμάτι μέσα του. Ζούσε ένα γλυκό βασανιστήριο, που όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε αρχίσει. Ένα βασανιστήριο απ’ το οποίο δεν ήξερε καν αν ήθελε να ξεφύγει. «Ακόμα μια μέρα» έλεγε. Μα η μία μέρα έγινε μήνας. Ο μήνας, χρόνος. Και πλέον φάνταζε αιώνας. Μια ιστορία δίχως αρχή και τέλος.

Έμοιαζε το βασανιστήριο αυτό να υπήρχε από πάντα. Λες κι ήταν ένα κομμάτι του που επιτέλους ξύπνησε. Το αποζητούσε. Δίχως την παρουσία αυτού αμφισβητούσε ολόκληρη την ύπαρξή του. Γιατί μέσα από αυτό γνώριζε τις πτυχές του άλλου του εαυτού, εκείνου που δεν εκδήλωνε ποτέ σε κανέναν. Εκείνον που κρατούσε κλειδωμένο στο πιο βαθύ του σκοτάδι.

Έψαχνα τον πιο χαμένο μου εαυτό, γι’ αυτό ερχόμουν σε ‘σένα. Έψαχνα εκείνον τον εαυτό που πάντα κρατούσα κρυφό κι απ’ το ίδιο το εγώ μου. Είμαι πλέον εξαρτημένη από ‘σένα, γιατί ξυπνάς μια άλλη εκδοχή μου. Εκείνη που μοιάζει να ‘χει αισθήματα…

Συντάκτης: Γεωργία Κανδηλανάπτη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη