«Δωσ’ μου ένα τσιγάρο, να σταθώ να πάρω εισιτήριο», έχει γράψει κάπου η Λίνα Νικολακοπούλου και δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ατέρμονες ώρες μέσα σε πλήθος κόσμου μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι για το πολυπόθητο εισιτήριο που σου ανοίγει είσοδο για τη συναυλία των ονείρων σου. Ο αγαπημένος σου τραγουδιστής ή η αγαπημένη σου μπάντα κι εσύ. Είτε με παρέα φίλων είτε με το σύντροφό σου να περιμένεις για ένα κομμάτι χαρτί ή για ένα βραχιολάκι. Τι κι αν σου ‘χουν φάει όλα σου τα χρήματα, στο τέλος θα σου μείνει η ροκιά.

Όλα ξεκινούν μ’ εκείνη την ανυπόφορη αναμονή που μοιάζει με τούνελ χωρίς το φως να διακρίνεται. Εκείνη που ακούει γκρίνιες, κλάματα παιδιών και καζούρες από εφηβικές παρέες που εσένα σου προκαλούν ατελείωτα νεύρα. Μυρίζει καπνούς από ψησταριές που ξαπλώνουν πάνω κρέατα και κρύβει θρασείς πλανόδιους πωλητές. Ο στόχος σου, όμως, μένει απτόητος παραλείποντας όλα τα παραπάνω. Εσύ ήρθες για να μείνεις και να ζήσεις από κοντά τη συναυλία των ονείρων σου. Να δεις από κοντά την αγαπημένη σου τραγουδίστρια που τόσο πολύ αγάπησες, να γίνεσαι ένα με το κοινό.

Έχεις κάνει αρκετά χιλιόμετρα για ν’ ακούσεις ζωντανά την αγαπημένη σου μπαλάντα προγραμματίζοντας τα ρεπό σου ή τις διακοπές σου. Ανέβηκες αμέτρητα σκαλοπάτια και γνώρισες αρκετά βραχοτόπια κι ας είχες προπληρωμένο εισιτήριο. Έχεις κάνει κάμπινγκ ενώ το σιχαίνεσαι ή έχεις ταξιδέψει μ’ ένα αυτοκίνητο υπερπλήρης από άτομα, έχοντας άγνοια για το αν ο οδηγός κατέχει δίπλωμα. Κι αυτό γιατί ήθελες να σου βγει όσο πιο οικονομικά γίνεται. Άλλαξες ένα σωρό μέσα, έχοντας υποστεί τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων που σιχαίνεσαι, χωρίς να χάνεις τη ψυχραιμία σου. Το πείσμα σου για τη συναυλία που τόσο πολύ ονειρεύτηκες ήταν δυνατότερο.

Κι η μεγάλη στιγμή έφτασε! Οι μουσικοί που τόση ώρα βλέπεις να πίνουν και να κουρδίζουν τα όργανα, παίζουν μια μείξη από ‘κείνα τα τραγούδια που αγάπησες. Τα τραγούδια που συντρόφευαν τα εφηβικά σου χρόνια, που άκουγες στο ραδιόφωνο με τους γονείς σου σε μια κυριακάτικη εξόρμηση. Αυτά που σε σιγόνταραν καθώς ζούσες το δράμα σου στον παρθενικό σου χωρισμό μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι ή εκείνα που χόρευες με το αμόρε σου στο πρώτο σας ραντεβού. Μια φωνή γνώριμη καλησπερίζει και το κοινό παραληρεί.

Ίσως να μην είχες σταθεί όρθιος ξανά πάνω σε άμμο με τα καλά σου τα παπούτσια ή να κάθεσαι σε μια ψάθα ή σ’ ένα κομμάτι φελιζόλ. Μπορεί ποτέ να μη φαντάστηκες ότι τα γήπεδα αποκτούν τέτοια όψη ή τα κάστρα χωράνε τόσο κόσμο. Σιχαινόσουν στην ιδέα ότι κάνεις τζούρα από το τσιγάρο ενός φίλου του φίλου σου ή πιάνεις κουβέντα με αγνώστους που πριν λίγο αντιπαθούσες, γιατί δε ντράπηκαν να χορέψουν και να τραγουδήσουν δυνατά. Δε σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι μπορεί να ερωτευτείς εκείνη που είναι απέναντί σου και σιγοτραγουδά το αγαπημένο σου τραγούδι.

Άφησες τον εαυτό σου να πιστέψει ότι ακούει ποπ μουσική κι ότι μια ροκ μπάντα που θα ‘χει απέναντί του δε θα μπορεί να σε κάνει να χορεύεις αγκαλιασμένος με αγνώστους. Ήθελες να πιστεύεις ότι μια έντεχνη τραγουδίστρια δε λέει και πολλά κι ότι θα ‘ναι χατίρι για την παρέα ν’ ακολουθήσεις στη συναυλία που γουστάρει. Άσχετα που έφυγες με τις καλύτερες αναμνήσεις και με τα ρούχα σου να μυρίζουν αλκοόλ ή να ‘χουν τρύπες από κάφτρες τσιγάρου.

Κι όμως χειροκρότησες μ’ όλη σου την καρδιά εκείνη τη συναρπαστική μουσική ομάδα που σ’ έκανε να ξεφύγεις για κάποιες ώρες απ’ τα προβλήματά σου. Σίγουρα δεν είχες τη ζεστασιά του σπιτιού σου και τον υπολογιστή σου ανοιχτό να παίζει τη λίστα με τις επιλογές σου. Δεν ήσουν πρώτο τραπέζι πίστα με λουλούδια στο χέρι για να δεις από κοντά αυτόν/ή που θα σε κάνει να το κουνήσεις ευρωπαϊκά. Είδες όμως πώς είναι να συγκινείται ένας μουσικός επί σκηνής γιατί ο κόσμος κάτω χόρευε ασταμάτητα.

Είδες στο βλέμμα ενός τραγουδιστή την ευγνωμοσύνη που νιώθει τελειώνοντας το πρόγραμμά του. Βίωσες το πώς είναι να σου πετάνε νερό άγνωστοι κι ανακάλυψες ότι ακόμα υπάρχουν παρέες που γλεντάνε με τα χέρια στους ώμους.  Κι ας έφυγες με άμμο στις κάλτσες ή βρεγμένος γιατί ήταν αναπόφευκτη μια καλοκαιρινή μπόρα.

Πλέον ξέρεις ότι τέτοιες συναυλίες δεν είναι άποψη ή μόδα, αντίδραση ή έπαρση. Είναι τρόπος ζωής.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα