Σ’ έναν κόσμο που πασχίζει να βρει τα ελαττώματα των ανθρώπων, ποιος μένει να κοιτά να καλύψει τα μειονεκτήματά του; Αυτό θα μπορούσε να ‘ναι και το ρητό που συνοδεύει δύο ψυχές που ερωτεύτηκαν. Όχι κεραυνοβόλα ούτε κούμπωσαν στην πορεία. Ίσως αυτές οι ψυχές να ‘ναι συγγενικές, κι αυτό να τις κάνει ακόμα πιο ποθητές μεταξύ τους. Τι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, τι εκείνο της Ηλέκτρας, βλέπουμε κατά καιρούς συγγενείς, είτε κοντινοί είτε μακρινοί, να υπακούν στα πάθη τους. Είναι η διαφορετικότητα που ξυπνάει τα ένστικτα, είναι η αίσθηση της μυστικοπάθειας κι η ενοχή του απαγορευμένου που σε κάνει να ζεις σαν τρελός ή είσαι ένας απλός άνθρωπος που ερωτεύτηκες, αλλά έτυχε να ‘ναι συγγενής σου;

Όλα ξεκινάν απ’ τα χρόνια όπου όλα θύμιζαν αθωότητα. Κάθε παιχνίδι ήθελε τους φίλους να έρχονται πιο κοντά και τις αναμνήσεις να ετοιμάζονται να βρουν μέρος μέσα στο μυαλό να προσαράξουν. Οι κανόνες ανέκαθεν αποτελούσαν πηγή του κακού και πάντα υπήρχε ένα συγκεκριμένο ζευγάρι φίλων που τους παραβίαζε. Ήταν, θα λέγαμε, η επαναστατική πλευρά της υπόθεσης, της ιστορίας ή ακόμη και της ζωής μας όλης. Ανέτρεπε κάθε λογής θεωρία που ήθελε το πνεύμα μισοκοιμισμένο κι έβαζε στη θέση του τον καθένα που ήθελε να πουλήσει μαγκιά. Κι έτσι αποτελούσε όλο και για περισσότερες παρέες παράδειγμα προς μίμηση. Πάντα με τη σκέψη πως αυτοί οι δυο είναι κάτι παραπάνω από φίλοι.

Κι έτσι τα ερωτήματα ‘φερναν απαντήσεις που σε ‘καναν όλο και περισσότερο να πιστεύεις στον εαυτό σου. Γιατί όντως είχαν κάτι παραπάνω από φιλία κι αυτό φαινόταν, όχι όμως σε όλους. Είχαν συγγένεια, κάτι που σε έκανε να πιστεύεις, πλέον, πως αν είχες κι εσύ έναν ξάδελφο ή μια ξαδέλφη, στην ηλικία σου, θα ήθελες να ‘χετε αυτή τη σχέση. Κι ήρθε κι η δική σου σειρά, να μεγαλώσεις και να βρεθείς σ’ έναν συγγενικό γάμο για να πιεις στο ποτήρι κάθε αχώνευτο ξαδελφάκι που σου χτυπά την πλάτη. Για να ‘ρθεις αντιμέτωπος με κάθε θείτσα που πιστεύει ότι ακόμα σε φωνάζουν «Γιαννάκη». Και, φυσικά, έκανες λάθος υπολογισμούς. Νόμισες πως οι συγγενείς σου είναι μια σειρά από δύστροπους ανθρώπους, μέχρι που γνώρισες την ψηλή ξανθιά θεία σου που τώρα ντρέπεσαι να την αποκαλέσεις «θεία», όπως έκανες μικρός. Τώρα ψάχνεις να βρεις το όνομα.

Άδικα! Γιατί έρχεται εκείνη κατά πάνω σου να σε σφίξει στην αγκαλιά της. Έρχεται να σε φιλήσει και να σου κάνει χάδια παραπάνω απ’ τα κανονικά. Να πιάσει τον ποπό σου και να σου προτείνει να ξεκινήσετε γυμναστήριο μαζί, γιατί μόνη της βαρέθηκε. Είναι εκείνη η θεία που μικρός έτρεχες να παίξεις μακριά της και τώρα θα ‘δινες τα πάντα για να σε παίξει. Και το καλύτερο είναι πως ξέρει να κρατάει μυστικά! Γιατί δεν είναι τυχαίο που λένε «μακριά κι αγαπημένοι». Όχι; Τι, επειδή υπήρξε έρωτας με τον θείο σου; Επειδή πάντοτε ήταν εκείνος που θα σε πάρει τις δυνατότερες αγκαλιές και θα σε πετάξει ψηλά; Επειδή τον φώναζες θείο μόνο για να νευριάσει, θυμίζοντάς σου πως όταν μεγαλώσεις θα βγαίνετε μαζί;

Κι εσύ μεγάλωσες, κι ένα βράδυ τον είδες έξω με τους φίλους του κι είπες στον εαυτό σου πως θα έκανες τα πάντα για να μην ήσασταν οικογένεια. Να μπορούσες να του εξομολογηθείς πως ήταν ο πρώτος σου έρωτας. Κι ας σε περνάει δεκαπέντε χρόνια, ήταν εκείνος που έφερνες πάντα στο μυαλό σου ως τον ιδανικό. Κι ο ιδανικός έρωτας, για καλή σου τύχη, είναι στο απέναντι μπαρ και σε κοιτάει γελώντας, αυτή τη φορά, πονηρά. Όσο πονηρά φανταζόσουν να ‘ρθει μια μέρα και να σου πει πως κι εκείνος σε σκεφτόταν διαφορετικά απ’ τα άλλα ανίψια. Και δεν έγινε ποτέ τίποτα, γιατί είστε μονάχα μια οικογένεια.

Κι όλα καταστράφηκαν όταν δόθηκε το πρώτο φιλί, όταν το χάδι προχώρησε να βρει πτυχές του σώματος, όταν το ρούφηγμα άφησε σημάδι στον λαιμό, όταν τα γυμνά και συγγενικά κορμιά άφησαν τους τίτλους στην άκρη κι αφέθηκαν στον ρυθμό του έρωτά τους. Όταν όλα ‘μοιαζαν χωριστά να γκρεμίζονται κι από κοντά να ξαναγεννιούνται. Γιατί αυτός είναι κι ο έρωτας. Η ιδέα πως το απόκτημά σου μπορεί να γίνει απόκτημα άλλου είναι που κάνει τον χρόνο σκληρό τιμωρό. Κι η κρυφή στάση που σε αναγκάζει η διαχρονική αυτή τυπολατρία να κρατάς, είναι που σας κάνει να βλέπετε κι άλλα αρνητικά σ’ αυτό που τολμάτε να λέτε σχέση, έρωτα, αγάπη. Γιατί είναι! Και δε σβήνεται εύκολα απ’ τη μνήμη κανενός.

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη