Σίγουρα έχεις ένα άτομο στη ζωή σου που γνώρισες από σπόντα και δε φανταζόσουν ποτέ ότι θα κάνατε παρέα, όπου αρχίζει με φράσεις «Αυτοί να κάνουν παρέα; Από πού κι ως πού;» και καταλήγει σε «ωχ, πάλι αυτοί;;». Από την αρχή είχες καταλάβει πως κάτι έπαιζε με την πάρτη του, γιατί για κάποιο λόγο, όλοι ασχολούνταν μαζί του. Τα περισσότερα βέβαια, ήταν αρνητικά σχόλια κι εσύ σαν ανάποδη ύπαρξη, το εξέλαβες ως πρόκληση. Ήθελες να δεις με τα δικά σου μάτια, γιατί πια τόσο πολύ τον αντιπαθούσαν.

Επειδή έχεις ακούσει πολλάκις για «καλά παιδιά» που μας βγήκαν σκάρτα, είχες περιέργεια να μάθεις το πόσο «σκάρτος» άνθρωπος ήταν τελικά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κόσμου. Μια παρέα λοιπόν η πρώτη σας συνάντηση, με το άτομο αυτό να λέει ένα αστείο με ένα άκρως τρομακτικό βλέμμα, από κείνα τα αστεία που δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις. Ή και τα δυο μαζί. Σαν να είχε μυριστεί την έντονη επιθυμία που είχες να τον μελετήσεις και κοίταξε να το απολαύσει.

Δέσατε κατευθείαν, χωρίς να έχει γίνει κάτι το τρομερό, ήταν από κείνες τις χολιγουντιανές στιγμές που ένιωθες ότι μιλάς με άνθρωπο που ξέρεις από πάντα. Είχε ένα ελαφρώς κάφρικο χιούμορ που άλλαζε, ανάλογα σε ποιον μιλούσε. Σαν χαμαιλέοντας λοιπόν, δεν είναι ότι άλλαζε ως άνθρωπος, άλλαζε όμως χρώματα, γιατί είχε πολλά. Χρώματα όμως άλλαζε μόνο, για να προστατευτεί από κείνους που θα έβλεπαν μόνο την επιφάνεια.

Βλέμμα κοφτερό και με ένα στόμα που όταν άνοιγε, έλεγε αλήθειες που λίγοι αντέχουν γιατί οι περισσότεροι βολεύονται στο όμορφο ψέμα τους, καταλάβαινες γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν άκρως αντιπαθητικός στους περισσότερους. Περνώντας όμως ο καιρός, γνώρισες και τις δυο όψεις του νομίσματος. Από κείνους που έρχονται για να μείνουν λοιπόν, δεν υπήρξε μια στιγμή που δεν ήταν εκεί για σένα.

Μα το πιο περίεργο απ’ όλα. Τις φορές που έκανες μαλακίες και το ‘ξερες, ξέρεις, εκείνες που φοβόσουν να το εξομολογηθείς γιατί ήξερες ότι θα σε στολίσει από πάνω μέχρι κάτω. Εκεί, πήρε την πιο απρόσμενη στροφή. Σου πρόσφερε αυτό που χρειαζόσουν. Συμπαράσταση και κίνητρο. Χωρίς να σε κρίνει, σου μιλούσε με τα μάτια κι αφού σου πέταγε τον πρόλογο τύπου «τα ήθελε ο κώλος σου», σου χαμογελάει, σε περιποιείται ( ξέρεις, να σου πετάξει ένα μαξιλάρι να κοιμηθείς εκεί και παραγγέλνει πίτσα), κι ενώ τρώτε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σου πετάει σοφή ατάκα ζωής, τύπου «Οι άνθρωποι είναι σαν το χάρακα, ρε. Άλλοι νομίζουν ότι είναι στο μηδέν κι άλλοι στο δέκα. Μια κίνηση όμως του χεριού αρκεί για να αναποδογυρίσει. Να πάει το μηδέν στην κορυφή και το δέκα στον πάτο».

Τι έχει ακούσει κι αυτό το πεπερόνι, απορείς. «Μη σκέφτεσαι ότι είσαι ο χάρακας. Να σκέφτεσαι ότι είσαι το μυαλό που κουνάει το χέρι, για να παίξει με το χάρακα.» Έχεις μείνει παγωτό και για να κρύψεις το γεγονός ότι σε έστειλε αδιάβαστο, τον πειράζεις λέγοντάς τον Βούδα.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε ανθρώπους που ενώ μας σπάνε τα νεύρα πολλές φορές με την εκνευριστική ειλικρίνειά τους, είναι όμως πάντα εκεί. Και τους προτιμούμε έτσι, σταράτους και ντόμπρους. Γιατί κρύβουν την ουσιαστική έννοια της λέξης «ανθρωπιά» μέσα στην «απανθρωπιά» με την οποία άδικα τους κατηγορούν.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μερμίγγη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη