Όταν δεν μπορείς καν να καταλάβεις πώς ξεκίνησαν όλα, είναι τότε που είσαι ήδη στα βαθιά. Το μόνο που θυμάσαι είναι ότι κάπου, σου έκανε εντύπωση το βλέμμα μιας γυναίκας, ψυχρό κι αδιάφορο, όμως απίστευτα δεκτικό προς εσένα. Κάτι φυσικά που μόνο οι δυο σας μπορούσατε να καταλάβετε.

Μιλούσαν οι σιωπές σας. Κι όταν τον λόγο παίρνει η σιωπή, η συζήτηση γίνεται πιο εκρηκτική από ποτέ. Το άπειρο ακυρώνεται, η στιγμή παγώνει κι όποια θεότητα υπάρχει μέσα σου υποκλίνεται σ’ αυτό που μόνο η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να νιώσει. Σε τρόμαξε, καθώς μπορούσες να έχεις εύκολα το πάνω χέρι σε οποιονδήποτε έριχνε τα μάτια επάνω σου. Μισούσες το γεγονός ότι σε έβγαλε έξω απ’ τα νερά σου, χωρίς να προσπαθήσει ιδιαίτερα.

Αγάπησες την ελευθερία σου περισσότερο απ’ την ψυχή της, ξεχνώντας ότι η ψυχή της δε θα σε φυλάκιζε ποτέ. Γεννημένος να λατρεύεις το φευγιό σου, αυτή τη φορά έμενες και δεν ήξερες γιατί. Γιατί σου μίλησαν οι δαίμονές σου για ‘κείνη, δεν αναρωτήθηκες ποτέ; Ίσως η μορφή της να τους τρόμαζε, γιατί ίσως να ‘ταν εκείνη που θα τους σώπαινε κάθε φορά που σε κοιτούσε.

Σε περίμενε. Ήσυχα, χωρίς θόρυβο, χωρίς δράματα. Όχι, δεν περίμενε ένα σου μήνυμα. Ο σκοπός της σαν αυτός μικρού παιδιού, ήξερε τι έψαχνε. Κάτι αθέατο, κάτι που εσύ κρατούσες καλά κρυμμένο. Εκεί, προσμένοντας ένα νεύμα σου να την αφήσεις να σου δείξει πόσο γλυκιά είναι η ελευθερία της ένωσης. Δε θα σε περίμενε όμως για πολύ, η αναποφασιστικότητά σου έτρεφε τον κυνισμό της κι είχε ήδη αρκετό τυλιγμένο στην καρδιά της για ν’ αντέξει μια πραγματικότητα για την οποία δε φέρει καμία ευθύνη.

Το ήξερες ότι θα φύγει και το ήξερε κι εκείνη. Ο λαβύρινθος του μυαλού σου θα νικούσε πανηγυρικά, γι’ ακόμη μια φορά. Παρ’ όλα αυτά, έστρεψες το βλέμμα σου για να σιγουρευτείς πως όντως είχε φύγει. Γιατί τελικά ίσως αυτό που ήθελε ήταν να την πάρεις απ’ το χέρι για να περπατήσετε το λαβύρινθο μαζί, όχι να σε απαλλάξει από αυτόν. Σε γοήτευσε το γεγονός πως δε φοβήθηκε ούτε για μια στιγμή τους ασύμβατους κανόνες σου και φλέρταρε με μια τρέλα που θεωρούσες κτητικά δική σου.

Έκανες τάχα μου ότι δε σ’ ένοιαξε, ότι η απόφαση να δοθείς στη μοναξιά σου ήταν συνειδητή. Κι ας τη σκεφτόσουν συνέχεια. Κανένας δεν μπορούσε να το δει, να το καταλάβει. Μόνο εσύ. Πολεμούσες με τον εαυτό σου, ήξερες όμως πως δε θα ξαναγυρνούσε, γι’ αυτό και δεν έκανες την παραμικρή προσπάθεια να τη γυρίσεις πίσω. Γιατί η ματαιότητα θα διέλυε τη μαγεία της συνύπαρξής σας.

Την αγάπησες πραγματικά, περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε ανθρώπινος νους να φανταστεί. Όχι γιατί της προσέφερες αυτό το μαγικό κόσμο της Disney, αλλά γιατί αφήνοντάς τη να φύγει, της έδωσες την ευκαιρία να ζήσει όλα εκείνα που εσύ δε θα μπορούσες να της προσφέρεις.

Διάλεξες ένα δρόμο που θέλησες να διαβείς μόνος, για τους δικούς σου λόγους. Έκανες αυτόν τον δρόμο μονόδρομο για σένα και για όσους σ’ αγάπησαν, ένα περαστικό δρομάκι μαγικής περιπέτειας, με επίλογο έναν μοναχικό άνθρωπο που ξέρει ν’ αγαπάει πραγματικά. Όπου για τους άλλους φαίνεται ένας άνθρωπος παγωμένος, χωρίς καρδιά.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μερμίγγη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη