«Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.»

Οι ζωές όλων μας, είναι μια σειρά από τυχαία γεγονότα που διαδραματίζονται παράλληλα με την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο.

Πόσο τυχαία είναι λοιπόν, μια μοιραία γνωριμία;

Οι δύο αυτοί άνθρωποι ζούσαν στην ίδια πόλη σαν άγνωστοι, για πολύ καιρό.

Την μέρα που γνώρισε ο ένας τον άλλον, άλλαξαν και οι δυο τους και κανείς τους δεν το μυρίστηκε.

Εκείνος αλλεργικός στις δεσμεύσεις και ανασφαλής με τα συναισθήματα του, ήταν εξ αρχής ξεκάθαρος για την επιπολαιότητα και τον αψυχολόγητο χαρακτήρα του.

Εκείνη ατρόμητη, βούτηξε μες στο κόσμο του και για λίγο καιρό κολύμπησε μαζί του.

Δεν ερωτεύτηκε τα ωραία του τα μάτια, αλλά το πείσμα του να την σπρώχνει να κυνηγήσει τα όνειρα της.

Την ήξερε ελάχιστα, όμως έβλεπε όσα χρειάζεται και της τα έδινε απλόχερα.

Τους φόβους της, τους πάλεψαν μαζί.

Τα βράδια ξάπλωνε δίπλα της, για να μπορεί να κοιμηθεί σφίγγοντας της το χέρι.

Και το πρωί, παρέμενε δίπλα της, για να την ξυπνήσει και να της πει «Καλημέρα».

Δε χωρούσαν μεγάλα λόγια, στον έρωτά τους.

Για την ακρίβεια,τα φώναζαν όλα οι σιωπές τους.

Τις πιο όμορφες στιγμές μαζί του, της πέρασε όταν δεν μιλούσαν.

Όταν του έλεγε για όσα θέλει να κάνει, εκείνος την άκουγε και επέμενε να της δίνει κίνητρα.

Της έλεγε να μην τα παρατάει. Το εννοούσε.

Ένα «Πρέπει να συνεχίσεις το χορό αν αυτό θες πραγματικά» αρκούσε για να γυρίσει σπίτι και να ξεσκονίσει τις πουέντ της.

Αρκούσε για να κάνει μια προσπάθεια να ασχοληθεί με όσα είχε ξεχάσει να αγαπάει.

Αρκούσε το βλέμμα του για να καταλάβει.

Αρκούσε η αγκαλιά του και ένα νεύμα του.

Εκείνος χαιρόταν να ακούει πως έχει βάλει ένα λιθαράκι στην ευτυχία της.

Το χαμόγελό της, ήταν η ικανοποίηση του.

Δεν είχε αγκιστρωθεί ο ένας πάνω στον άλλον.

Περνούσαν ελάχιστο χρόνο μαζί και απείχαν από την τυπική εικόνα ενός ζευγαριού.

Οι δυο τους είχαν ουσιαστική τριβή.

Εκείνη ερωτεύτηκε την κριτική του για τη μαγειρική της.

Ερωτεύτηκε τα πειράγματά του, για την φάλτσα φωνή της.

Ερωτεύτηκε το «Μωρό μου μην πίνεις. Μην καπνίζεις.»

Έτσι λοιπόν τάραξε την ζωή της και την ταρακούνησε από τα θεμέλια της

Την πήρε από το χέρι και της έδωσε λόγους να αγαπήσει τον εαυτό της.

Όταν της άφησε το χέρι και έφυγε, τον αποζητούσε κάποια βράδια, που δε μπορούσε να κοιμηθεί.

Έψαχνε την παλάμη που είχε συνηθίσει να της δίνει σιγουριά.

Έφυγε έτσι όπως την είχε προειδοποιήσει.

Ξαφνικά,χωρίς σημάδια να την προετοιμάσουν.

Το ήξεραν και οι δύο πως όσο τυχαία συναντήθηκαν, τόσο τυχαία θα έφευγαν ο ένας από την ζωή του άλλου.

Πλέον είναι δυο ξένοι που γνωρίζονται πολύ καλά.

Από αυτή τη σχέση βγήκε πιο δυνατή, παρότι όταν ανεβαίνει στη σκηνή να χορέψει κρυφοκοιτάζει το κοινό, μήπως δει το πρόσωπο του να της γνέφει καταφατικά.

Η γη συνεχίζει τη τροχιά της γύρω από τον ήλιο και εκείνη ακόμη δεν του είπε: ευχαριστώ.

Συντάκτης: Ναντίνα Μούτου