Αναρωτιέμαι αν δεν είμαστε ικανοί να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη, αν δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους και να χαρούμε τη ζωή, για ποιο λόγο τελικά γεννηθήκαμε;

Γιατί ενώ από μικρά παιδιά μας μαθαίνουν να μοιραζόμαστε, να νοιαζόμαστε και να αγαπάμε, όταν μεγαλώνουμε κάνουμε το αντίθετο από αυτά; Γιατί ξοδεύουμε χρόνο και επενδύουμε στους ανθρώπους αφού στην τελική η συναναστροφή μαζί τους είναι καθαρά ένα συμβόλαιο με ημερομηνία λήξης;

Γιατί θα πρέπει να νιώσουμε και να βιώσουμε μια απογοήτευση και να γίνουμε πιο σκληροί; Γιατί να μη γεννηθούμε έτσι από την αρχή;

Γιατί να  περάσουμε από ενδιάμεσα στάδια ώστε να καταλάβουμε πως μόνοι μας πορευόμαστε στη ζωή;

Ο κόσμος δεν θέλει τους ευαίσθητους, τους ρομαντικούς, εκείνους που νομίζουν πως η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος. Ο κόσμος θέλει σκληρούς ανθρώπους, ρεαλιστές, να μη ξεχωρίζουν από τη μάζα, να αντέχουν και να προχωρούν ακόμη και αν αυτό σημαίνει να πατήσουν επί πτωμάτων.

Και αν κάποιοι αποφάσισαν να πάνε με τους κακούς, είναι γιατί είδαν πως με το καλό δε βγαίνει τίποτα.

Γιατί φίλε μου αυτό τον άνθρωπο που του βάλαμε την ταμπέλα του καλού παιδιού, το κάναμε για να του κρύψουμε την πραγματική του ταυτότητα, εκείνη του μαλάκα.

Η διαφορετικότητά του σε σχέση με τους υπόλοιπους είναι πως για πολλά χρόνια πήγαινε με το σταυρό στο χέρι, νόμιζε πως έστω κι ένας μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Πίστευε πως οι άνθρωποι καταβάθος είναι καλοί αλλά δεν του είπε κανείς πως η καλοσύνη των ανθρώπων είναι καλά κρυμμένη στα έγκατα της ψυχής τους. Απύθμενο βάθος, σχεδόν ακατόρθωτο να φτάσει κάποιος.

Και ξύπνησε μια μέρα και δεν ήθελε πια να είναι το καλό παιδί. Πέταξε το ταμπελάκι του και πήγε να κάνει παρέα με τους άλλους. Εκείνους που λέμε το όνομα τους ψιθυριστά, τους αναίσθητους, τους δακτυλοδεικτούμενους, που δεν τους πλησιάζουμε λες και είναι λεπροί.

Εκείνους που φωνάζουν δυνατά τα θέλω τους και δεν τα κρύβουν, που δε δίνουν εύκολα τόπο στην οργή γιατί φοβούνται πως αυτό θα γυρίσει εναντίον τους.

Εκείνων, που η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας τους, όπως λέει η Λίνα Νικολακοπούλου, είναι ανθρώπων έργα.

Μπορεί ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου όταν γεννήθηκε να πληρούσε όλες τις προδιαγραφές για να γίνει ένας σωστός άνθρωπος με ό, τι αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει, αλλά στην πορεία του αφαίρεσαν κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί αυτή του την ιδιότητα.

Ανέκαθεν πίστευα πως οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να βλέπουν πέρα από την επιφάνεια χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αγάπης.

Είναι εκείνοι που δεν θα μείνουν στο προφανές, που θα ψάξουν και θα νοιαστούν λίγο παραπάνω για το διπλανό τους.

Δεν θα μείνουν σε αυτό που με τόση μαεστρία τους προσφέρουν αλλά θα το φέρουν τούμπα για να βρουν την αιτία του κακού. Είναι εκείνοι που θα ακούσουν προσεκτικά τους στίχους ενός τραγουδιού και δε θα μείνουν μόνο στο άκουσμα της μελωδίας.

Θα κάτσουν δίπλα σου χωρίς να πουν κουβέντα απλά για να μη σε αφήσουν μόνο στις σιωπές σου.

Θα προσπαθήσουν να φορέσουν τα παπούτσια σου και να περπατήσουν στα μονοπάτια σου για να δουν τα σκοτεινά μέρη που περνάς και θα σου πιάσουν το χέρι για να μη φοβηθείς.

Αυτοί οι άνθρωποι που φοράνε την ταμπέλα την οποία τους έβαλες, είναι που σκέφτονται για σένα πριν από σένα.

Που λειτουργούν χωρίς υστεροβουλία γιατί πιστεύουν ακόμη πως μέσα σε όλη αυτή την ασχήμια του κόσμου αν υπάρχει αγάπη, όλα μπορούν να γίνουν.

Αν πάψουν να υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι τότε να ν’ αρχίσεις να φοβάσαι πως ήρθε το τέλος.

Συντάκτης: Αγγελική Μαρμαγκιώλη