Ο άνθρωπος έχει απίστευτη δύναμη μέσα του. Μπορεί να αντέξει πολλά περισσότερα από όσα υπολογίζει, κι όταν έρθει η στιγμή εκείνη που θα δοκιμαστούν τα όριά του, θα το ανακαλύψει. Θέλει, όμως, και ταπεινότητα για να παραδεχθεί ότι στο ταξίδι της ζωής όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι όσο αφορά τις δυσκολίες που πρόκειται να συναντήσουν στον δρόμο τους. Ο καθένας θα ‘ρθει αντιμέτωπος με τις δικές του.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το βάζουν κάτω ποτέ και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους με κάθε τρόπο, χωρίς να σκύβουν το κεφάλι. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που με την πρώτη δυσκολία, αποσυντονίζονται, τα παρατάνε όλα. Παρατάνε, όμως, και τους δικούς τους ανθρώπους, αφήνοντάς τους μόνους, να παλεύουν με τις φουρτούνες, ξεχνώντας πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη από δυο χέρια για να μπορέσει να πιαστεί και δυο χείλη να του ψιθυρίζουν λόγια ενθαρρυντικά.

«Βάστα γερά, μάτια μου, όλα θα φτιάξουν σιγά-σιγά, θα το δεις»∙ αυτό και μια αγκαλιά αρκούν για να δείξεις στον άλλο πως είσαι –και θα είσαι– εκεί, τη στιγμή που περνά δύσκολα. Κοίτα, μόνο, να το εννοείς, τέτοια λόγια δεν ξεστομίζονται για πλάκα. Αν για ‘σένα που βρίσκεσαι θεωρητικά εκτός της όλης κατάστασης, είναι δύσκολο, φαντάσου για τον άλλο που το ζει στο πετσί του.

Κι εσύ άνθρωπος είσαι, θα στεναχωρηθείς και θα πονέσεις, θα κλάψεις και στο τέλος θα το ξεπεράσεις, και πώς να μη σε επηρεάσει, άλλωστε, όταν βλέπεις τον άνθρωπό σου να πονά. Σου περνούν απ’ το μυαλό ένα σωρό σκέψεις. Σκέφτεσαι γιατί να μην μπορείς να κάνεις κάτι για ν’ αλλάξεις τα πράγματα, γιατί να μην υπάρχει κάποιος τρόπος να του πάρεις τη στεναχώρια, να τα διορθώσεις όλα, κι ίσως, τελικά, και να αναρωτιέσαι γιατί να μη γίνονται θαύματα.

Θέλεις τόσο πολύ να βρεις έναν τρόπο να του απαλύνεις την πίκρα του, να γλυκάνεις τη θλίψη του, να τον δυναμώσεις, όταν έχει βυθιστεί στην απογοήτευσή του, να του δώσεις να καταλάβει ότι όλο αυτό που περνά τώρα, σιγά-σιγά, θα εξατμιστεί και δε θα πονάει πια το ίδιο -αν όχι καθόλου. Θες να τον πείσεις ότι θα ‘ρθουν καινούργιες μέρες, χαρούμενες στιγμές κι ότι θα χαμογελάσει ξανά, απλώς χρειάζεται χρόνος. Η αλήθεια είναι ότι το προσπάθησες κάπως, αλλά πώς να το καταλάβει κι εκείνος ο άνθρωπος μέσα στο χάος που ζει. Το σημαντικό είναι ότι είσαι εκεί, κι ίσως από μόνο του να ‘ναι αρκετό.

Δώσε μια υπόσχεση, πως θα ‘σαι δίπλα του, και ζήτα κι εσύ να σου υποσχεθεί κάτι. Πως ό,τι και να γίνει, θα προσέχει τον εαυτό του. Γιατί όπως εκείνος σε χρειάζεται τώρα κι εσύ είσαι εκεί δίπλα του, θέλεις κι εσύ να ‘ναι δίπλα σου, όταν τον χρειαστείς. Να ‘σαι εσύ στήριγμά του κι αυτός δικό σου. Γιατί είναι η δύναμή σου κι η αδυναμία σου ταυτόχρονα.

Κι εσύ μάζεψες όσες δυνάμεις είχες και στάθηκες σαν καθρέφτης μπροστά από έναν άνθρωπο που ήταν πιο αδύναμος κι ευάλωτος από ποτέ, χωρίς να αφήσεις τίποτε άλλο να τον διαπεράσει. Παρ’ όλα αυτά όμως, κάποια στιγμή, κι εσύ, ο δυνατός, θα ξεσπάσεις. Θα μπεις σε ένα άδειο σπίτι, θα κοιτάξεις δεξιά κι αριστερά και τότε θα βγει από μέσα σου ένας χείμαρρος συναισθημάτων. Θυμός, λύπη, αγανάκτηση, θα γίνονται δάκρυα που δε θα μπορείς να κρατήσεις πια, αφήνοντας τον εαυτό σου να τσαλακωθεί, να απελευθερωθεί.

Το βράδυ που ξαπλώνεις αναρωτιέσαι τι μέρα θα ξημερώσει κι αν θα ‘ναι, άραγε, ποτέ ξανά όλα ίδια, όσο προσεύχεσαι για τον άνθρωπό σου να μην πονάει το ίδιο όπως τώρα. Κι εσύ πώς να μη λυγίσεις, όταν ο άλλος σου εαυτός χάνει τη δύναμή του, πώς να μη χάνεις την ελπίδα σου; Κλείσε τα μάτια τώρα, κοιμήσου κι αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα. Η ζωή δε σταματά ποτέ και για κανένα λόγο, θα συνεχίζει να προχωράει, κι εσύ θα πρέπει να ζεις, με απώλειες ή χωρίς.

Το επόμενο πρωί που θα σηκωθείς, άνοιξε τα παντζούρια να μπει ο ήλιος να φωτίσει το δωμάτιο κι άσε τις ηλιαχτίδες του να ζεστάνουν το πρόσωπό σου. Δες τον γαλάζιο ουρανό κι ας καίνε τα μάτια σου απ’ το χθεσινό ξέσπασμα. Χρειάζεται να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, ούτε να σταματήσεις τη ζωή. Θα συνειδητοποιήσεις, όμως, πως ούτε την ελπίδα μπορείς να την σταματήσεις. Πάντα υπάρχει χώρος για την ελπίδα! Πάντα να το θυμάσαι αυτό.

«Βάστα γερά, μάτια μου, κι όλα θα φτιάξουν, θα το δεις.»

 

 

Συντάκτης: Μαρία Ανδρέου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη