Μια καμηλοπάρδαλη είχε συνηθίσει τόσο πολύ να ‘ναι καμηλοπάρδαλη που όταν την ρώτησαν «Ποιο πιστεύεις πως είναι το πιο δυνατό σου στοιχείο;», εκείνη κόμπιασε. Περιεργάστηκε τον εαυτό της, ύστερα τον περιεργάστηκε ακόμη πιο εντατικά, μα δεν ήξερε τι να απαντήσει.

«Μήπως να πω το υποτακτικό μου βλέμμα;» αναρωτήθηκε. «Ή είναι οι βούλες μου αυτές που με ξεχωρίζουν;» Κι η καμηλοπάρδαλη, λοιπόν, ούτε που σκέφτηκε να αναφέρει τον λαιμό της, καθώς τον είχε τόσο πολύ συνηθίσει, που ξέχασε πως αυτός ήταν που την ξεχώριζε απ’ όλα τα ζώα του δάσους.

Σαν, όμως, την είδαν να μην κατέχει τι να απαντήσει, την έβγαλαν απ’ τη δύσκολη θέση: «Μπας και στραβώθηκες, καμηλοπάρδαλή μας;», της είπαν, «Δε βλέπεις πως ο λαιμός σου είναι αυτός που σε κάνει τόσο σπουδαία, καθώς και φράχτη ολόγυρά σου να σηκώσουν, εσύ θα τον τεντώνεις και θα μπορείς και τότε, τη στιγμή που θα θέλουν να σου στερήσουν τον κόσμο, να βλέπεις τα πάντα γύρω σου;»

Κι έτσι, τη στιγμή που η καμηλοπάρδαλή μας είχε ξεχάσει ολότελα ποιο ήταν το δυνατό της σημείο, βρέθηκε κάποιος κόλακας που της το υπενθύμισε και που την έκανε να καταλάβει ξανά πόσο σπουδαία ήταν. Το ίδιο πράγμα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς και με έναν επαινετικό μας λόγο, δίνουμε στον άλλο να θυμηθεί, όσα, ενδεχομένως, ξέχασε πως έχει.

Με την κολακεία, λοιπόν, υπενθυμίζουμε στον άλλο, αυτά που ο ίδιος μπορεί να ξέχασε πως διέθετε. Επαινώντας τον για κάτι, τότε τον κάνουμε να αισθανθεί ξανά πως κατέχει ακόμη εκείνο το ισχυρό πλεονέκτημα, που είχε πάψει να το βλέπει εκείνος. Θα σκεφτεί πως «Για να μου λένε ότι έχω μεγάλο λαιμό, άρα έχω ακόμη μεγάλο λαιμό» και θα καταλάβει πως μόνον ο ίδιος ευθύνεται που σταμάτησε να τον λογαριάζει για πλεονέκτημα. Έτσι, θα αντιληφθεί πως ποτέ δεν παύει, στ’ αλήθεια, να ‘ναι σπουδαίος κι ότι μόνο αισθάνεται, λαθεμένα, πως χάνει, κατά καιρούς, τη σπουδαιότητά του.

Όταν επαινούμε τον άλλο, τότε τον κάνουμε να θέλει να γίνει ακόμη καλύτερος. Εκείνο το πλεονέκτημά του που του επισημαίνουμε, επομένως, προσπαθεί να το εξελίξει ακόμα πιο πολύ, προκειμένου να φανεί αντάξιος των επαινετικών μας λόγων, αλλά επειδή κι ο ίδιος θα δει το δυνατό του στοιχείο πιο καθαρά. Έτσι, θα το ‘χει έγνοια να μην το χαραμίσει και θα δουλεύει εντατικά πάνω σ’ αυτό, προκειμένου να το διατηρήσει ακέραιο και –γιατί όχι;– να το βελτιώσει.

Τέλος, κολακεύοντας κάποιον, του δίνουμε να καταλάβει πως έχουμε αντιληφθεί την αξία του και πως τον εκτιμούμε. Αραδιάζοντάς του, επομένως, τα καλά του στοιχεία, είναι σαν να του λέμε πως «Εντάξει, ξέρουμε πως είσαι τόσο καλός» κι έτσι καθησυχάζουμε και τον ίδιο, καθώς δε χρειάζεται πια να αναρωτιέται ποια είναι η γνώμη μας για εκείνον. Καταλαβαίνει πως τον εμπιστευόμαστε, καθώς με τους επαίνους μας δηλώνουμε ξεκάθαρα πως μπορούμε να στηριχτούμε στις ικανότητές του.

Κι έτσι, λοιπόν, απ’ τη στιγμή που είπαν στην καμηλοπάρδαλή μας πόσο σπουδαία ήταν χάρη σ’ εκείνον το μακρύ, υπέροχό της, λαιμό, δε σταμάτησε στιγμή να τον κορδώνει κι από τότε, όταν κάποιος την ρωτούσε ποιο στοιχείο της την ξεχωρίζει, δεν κόμπιασε ποτέ ξανά.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη