Όλα ξεκίνησαν τριάμισι χρόνια πριν. Μια σχέση χωρίς κωδωνοκρουσίες και βεγγαλικά. Εκείνος εκδήλωσε το ενδιαφέρον του κι εκείνη με δισταγμό τόλμησε το «μαζί» με αμφιβολία για τα πραγματικά συναισθήματά της.

Η Ηρώ είναι άνθρωπος περίεργος, αλλόκοτος, νευρικός. Καμία σχέση με το ήρεμο παιδί μάλαμα, τον Γιώργο. Χώριζαν πολύ συχνά, τα έβρισκαν ξανά, πάθος, τσακωμοί, μπόλικη αγάπη. Ατέρμονη σχέση που δεν μπορούσε να προβλέψει αν το επόμενο ξημέρωμα θα τους έβρισκε μαζί ή πάλι χώρια. Ένας συνεχής φόβος της απώλειας, της αμφιβολίας, ένα καζάνι που σιγόκαιε για να ξυπνήσει στην Ηρώ την αγάπη πρώτη φορά όπως δεν την είχε βιώσει ξανά. Δυο χρόνια με σκαμπανεβάσματα, με πάθος στα άκρα, αυτό ήταν που τους κρατούσε. Κι ήταν τόσο ζωντανό για να το σκοτώσουν. Η ζωή τους όταν δε μιλούσαν ήταν μονότονη για να την αντέξουν.

Ο τρίτος χρόνος της σχέσης στους ίδιους ρυθμούς, ίσως και πιο πολύ στην ένταση. Άγχος για τα επαγγελματικά τους και οι δύο. Εκείνη να ξεσπά πάνω του και λίγα λεπτά μετά να ζητά συγγνώμη. Εκείνος είχε σπάσει κάθε τείχος υπομονής, δεν έδινε σημασία πια. Σαν αυτές τις σχέσεις που δεν αντέχουν χώρια και δεν κάνουν μαζί.

Σε έναν τσακωμό τους επάνω βρόντηξαν πόρτες και μπλέχτηκαν σε νέες σχέσεις. Κι οι δύο. Σχέσεις που δεν αντέχουν χώρια, βρίσκουν τον τρόπο να επανασυνδέονται. Και όπως σε κάθε επανασύνδεση, ντύνονται τα σώματα σαν σε γιορτή κι οι αγκαλιές λύνουν τα προβλήματα. Αυτά που τους χώρισαν, όμως, υπήρχαν. Τα επαγγελματικά, τους στερούσαν το χρόνο να βλέπονται, τα νεύρα αυξάνονται κι οι τσακωμοί τους ήταν η οικεία λύση να ξεθυμαίνουν.

Αποφάσισε τότε η Ηρώ να μην κοιτάει μόνο το τέρμα από απόσταση, αλλά να φτάσει σ’ αυτό και να τερματίσει πρώτη για να λυτρωθούν κι οι δυο.

Ο Γιώργος μετά από λίγο καιρό ξεκινάει καινούργια σχέση. Δε λογάριασε πως εκείνη ενώ έφτασε στο τέρμα, θα κοιτούσε πάλι πίσω. Ήταν έντονη η ζωή μαζί του για να μπορέσει να πορευτεί μόνη. Ήταν κενή, χωρίς στιγμές, χωρίς πήγαινε-έλα, χωρίς εκείνον. Αποφασισμένη να τον κερδίσει, τον διεκδικεί με κάθε τρόπο. Με ‘κείνους τους τρόπους τους κτητικούς, τους λίγο παράλογους, παράνομους, που είναι έξω από τα πρέπει και την ηθική. Ανένδοτος ισχυρίζεται ευτυχισμένος με τη νέα του σχέση, ήρεμος.

Ο κύκλος, όμως, δεν έχει γωνίες και προεξοχές, δεν έχει εξόδους, δεν έχει τέλος. Γι’ αυτό λέγεται κύκλος, στη δική τους περίπτωση φαύλος κύκλος που αποζητά ξανά και ξανά το δέσιμο με το σώμα δυο ανθρώπων που βρέθηκαν μαζί. Με λάθος τρόπους ή με σωστούς λίγη σημασία είχε για ‘κείνους. Μες την απελπισία της του ζητά να μη σταματήσουν να βλέπονται. Του ζητά να γίνει η τρίτη στη σχέση που μέχρι πριν λίγο ήταν η μοναδική.

Ένα κρεβάτι στα πεταχτά για να πείσεις έναν πληγωμένο εγωισμό ότι ανήκεις κάπου, δε σου δίνει την ευτυχία που περιμένεις. Ένα κρεβάτι κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις χωρίς αναστολές και με πάθος, σε πληγώνει, σε κάνει να αισθάνεσαι ξένη στο ίδιο σου το σώμα και σε γυρνάει στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου με ένα παράπονο και δάκρυα που τα σκουπίζεις μόνη ώσπου να σε βρει το ξημέρωμα.

Ώσπου τους είδε μαζί. Είναι αλλιώτικη η ζωντανή εικόνα από την περιγραφή των φίλων. Πολύ αλλιώτικη. Μα ούτε εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε η τρίτη. Ήταν δικός της, η άλλη ήταν η ξένη σε όλο αυτό. Βρέθηκε σε μια αρένα που έπρεπε να πολεμήσει το μεγαλύτερό της φόβο. Να τον πολεμήσει ή να φύγει δειλή και νικημένη. Τον άρπαξε και τον φίλησε μπροστά της, πέταξε ό,τι βρήκε, είπε ένα «αϊ στο διάολο» κι έφυγε. Η ίδια Ηρώ, με τον ίδιο εκρηκτικό τρόπο, με την ίδια ένταση για όσα ήθελε δικά της, η Ηρώ όπως την αγάπησε εκείνος.

Από τότε δεν του έστειλε να συναντηθούν. Και πάει ήδη καιρός. Στην αρχή ένα αγρίμι, πλημμυρισμένη από θυμό, μίσος. Μετά ένα παιδί πληγωμένο που το δάκρυ το είχε συνηθίσει καλά. Απέφευγε να βγαίνει από το σπίτι για να μην της δώσει πόνο η ίδια εικόνα. Έχασε αρκετά κιλά και δεν είχε διάθεση να βλέπει κανέναν. Τώρα πια είχε τερματίσει στ’ αλήθεια. Το ποτήρι που είναι έτοιμο να ξεχειλίσει, μια σταγόνα μόνο χρειάζεται.

Μάθαιναν νέα ο ένας για τον άλλο από φίλους και κοινούς γνωστούς. Κι αν κάποιος από τους δύο δεν ήταν καλά τολμούσαν να σηκώσουν το τηλέφωνο για ένα «τι κάνεις». Ξαναμίλησαν έτσι μετά από αρκετό καιρό. Διαφορετικά αυτή τη φορά. Συνειδητοποιημένοι κι οι δύο, έμπειροι μέσα από τις αναμνήσεις της σχέσης τους, προσγειωμένοι.

Η ζωή συνεχίζεται. Αυτός είναι στη σχέση που είχε ξεκινήσει τότε. Εκείνη σιχαίνεται πια τις σχέσεις. Απολαμβάνει την ελευθερία της κι εφήμερα παίρνει λίγη επιβεβαίωση.

Η πρώτη αγάπη είναι διαχρονική στόφα. Έχει μεστώσει τόσο στο χρόνο που ριζώθηκε στη μνήμη κι έγινε μέρος της. Ακόμα κι αν ο έρωτας βρήκε αλλού αγκαλιά, την αγάπη τους δε θα την πάρει κανείς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η αγάπη τους είναι δική τους, πιο ώριμη από ποτέ.

 

Ήταν η ιστορία της Ηρώς για τη στήλη Your Stories Realoaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ!

 

 

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου