Η Μίνα δεν πίστευε στον κεραυνοβόλο έρωτα. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ερωτευτεί ποτέ, μέχρι που συνάντησε δυο γαλάζια μάτια που τη μαγνήτισαν. Μέχρι τη μέρα που βγήκε για έναν καφέ, μετά από παρακίνηση μιας καλής της φίλης, χωρίς να της περνάει απ’ το μυαλό η παραμικρή ιδέα για όσα θ’ ακολουθούσαν.

Ο άνθρωπος που λίγο αργότερα θα της έκλεβε την καρδιά, καθόταν απέναντί της. Είχε ένα βλέμμα ψυχρό, μυστηριώδες και απέπνεε έναν υπέροχο δυναμισμό. Την έλεγαν Έλενα.

Απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε, μαγνητίστηκε. Έμεινε να παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια πάνω της ακίνητη, μουδιασμένη, σαν να της είχε κοπεί η ανάσα. Αυτή η γυναίκα είχε πάνω της κάτι τόσο γοητευτικό, τόσο ξεχωριστό, τόσο ερωτεύσιμο. Δίπλα της, όμως, είχε τη σύντροφό της, με την οποία ήταν σε σχέση τα τελευταία τρία χρόνια.

Η Μίνα έπαθε σοκ. Μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, προσπάθησε να βγάλει απ’ το μυαλό της κάθε επικίνδυνη σκέψη. Η Έλενα ήταν απαγορευμένος καρπός για εκείνη. Ευτυχώς, η ίδια δεν έδειχνε και καμία ιδιαίτερη συμπάθεια ή ενδιαφέρον προς το μέρος της, οπότε της το έκανε πιο εύκολο. Θα την ξεχνούσε και θα συνέχιζε.

Η ζωή, όμως, είχε άλλα σχέδια. Η παρέα των τεσσάρων γυναικών (η Μίνα με τη φίλη της και η Έλενα με τη σύντροφό της) συνέχισε τις κοινές εξόδους. Βρίσκονταν συχνά-πυκνά και περνούσαν καλά όλες μαζί. Μέχρι που μία μέρα, η Μίνα πρότεινε στην Έλενα να τη συνοδεύσει σε μία έκθεση της unicef, στην οποία ήθελε να πάει, αλλά δεν είχε βρει παρέα. Απ’ τις συζητήσεις που είχαν κάνει, πίστευε ότι θα την ενδιέφερε. Κι είχε δίκιο.

Ήταν αυτή η συνάντηση που έφερε τις δύο γυναίκες πιο κοντά. Άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν παρέα πιο στενή, πιο προσωπική. Με το πέρασμα του χρόνου δένονταν όλο και περισσότερο, οι συζητήσεις τους διαρκούσαν ατελείωτες ώρες, τα πειράγματα αυξάνονταν κι οι ατάκες έφευγαν με ταχύτητα φωτός. Είχαν δημιουργήσει το δικό τους κώδικα επικοινωνίας κι όποτε βρίσκονταν μαζί με άλλους, αποκόβονταν απ’ την παρέα.

Ο καιρός περνούσε κι η Μίνα προσπαθούσε να ελέγξει όσα ένιωθε για την Έλενα. Αισθανόταν άσχημα απέναντι στην κοπέλα της, αλλά της ήταν αδύνατο να κάθεται δίπλα στη γυναίκα που είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά και να μην καίγεται απ’ την επιθυμία να την αγκαλιάσει και να νιώσει τα φιλιά της. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω κι ας πίστευε ότι η Έλενα την έβλεπε μόνο σαν φίλη.

Έφτασε η παραμονή Πρωτοχρονιάς κι η Μίνα θα έκανε ρεβεγιόν με μια καλή της φίλη σ’ ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα έλαβε ένα μήνυμα με όμορφες ευχές για «καλή χρονιά» από την Έλενα, η οποία έκανε ρεβεγιόν σ’ ένα άλλο μαγαζί με την κοπέλα της και κάποιους κοινούς τους φίλους.

Στη σύντομη κουβέντα που ακολούθησε, η Έλενα της είπε ότι δεν είναι πολύ καλά κι ότι δεν περνάει όμορφα. Λίγο αργότερα, της πρότεινε να περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητο απ’ το μαγαζί που βρισκόταν και να πάνε για ένα ποτό μαζί. Φυσικά, η Μίνα πέταξε απ’ τη χαρά της και δέχτηκε την πρόταση.

Ήταν εκείνη η μαγική βραδιά, που η μεθυστική της μυρωδιά, το άσπρο της πουκάμισο που την έδειχνε ακόμη πιο γοητευτική και το ποτό που τις χαλάρωνε, έκαναν τη Μίνα να της εξομολογηθεί όσα κρατούσε μέσα της τόσο καιρό. Της είπε ότι της αρέσει πολύ, ότι ξέρει ότι είναι λάθος και μονόπλευρο και ότι θέλει να την κρατήσει στη ζωή της, έστω και σαν φίλη.

Και τότε άκουσε ό,τι πιο αναπάντεχο: τα αισθήματα ήταν αμοιβαία! Κι εκείνης της άρεσε, το παραδέχτηκε ευθέως, απλώς ήταν μπερδεμένα τα πράγματα σ’ αυτή τη φάση της ζωής της.

Δεν είπαν τίποτα άλλο εκείνη τη βραδιά. Χωρίστηκαν το πρωί μ’ ένα χαμόγελο, απ’  αυτά που μόνο όσοι έχουν μοιραστεί συναισθήματα κι έχουν ανοίξει τις καρδιές τους μπορούν ν’ αναγνωρίσουν.

Την Πρωτοχρονιά η Έλενα είχε τα γενέθλιά της. Φυσικά, κάλεσε τη Μίνα, η οποία, όμως, δίσταζε να εμφανιστεί. Τίποτα δεν ήταν ίδιο πια, το ήξερε, το ένιωθε, πώς θα μπορούσε να παρουσιαστεί σαν να μην έχει αλλάξει το παραμικρό; Πώς θα κοίταζε την κοπέλα της Έλενας στα μάτια; Πώς θα προσποιείτο ότι είναι απλώς δυο φίλες;

Μετά από αρκετή πίεση, λύγισε και πήγε στα γενέθλια. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, η κατάσταση ανάμεσα στην Έλενα και τη σύντροφό της τεταμένη. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι η Έλενα την απέφευγε κι έριχνε διαρκώς ματιές στη Μίνα. Πώς να κρυφτούν και για πόσο; Πολύ σύντομα, η κοπέλα της κατάλαβε. Σηκώθηκε κι έφυγε απ’ το μαγαζί. Η Έλενα έτρεξε πίσω της, αλλά δεν την πρόλαβε.

Η Μίνα αισθάνθηκε συντετριμμένη. Είχε μπει ανάμεσα στο ζευγάρι, είχε προκαλέσει θλίψη, ένταση, αμφιβολίες. Η Έλενα τη γύρισε σπίτι και της ζήτησε συγγνώμη για όσα είχε δει να εξελίσσονται μπροστά της.

Την επόμενη μέρα η Μίνα έφυγε ταξίδι. Πήγε για λίγες μέρες στο εξοχικό μιας κοινής τους φίλης. Πριν συμβούν όλα αυτά, είχε προτείνει στην Έλενα να έρθει κι εκείνη αν το ήθελε. Τώρα, όμως, το μόνο που είχε ανάγκη ήταν να ξεφύγει απ’ τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, να τ’ αφήσει όλα για λίγο πίσω της και να ηρεμήσει. Δεν άντεχε να είναι το τρίτο πρόσωπο, δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι θα πληγώνονταν άλλοι άνθρωποι εξαιτίας της.

Μετά από δύο μέρες, η Έλενα την πήρε τηλέφωνο. Τρελάθηκε όταν άκουσε τη φωνή της. Ήταν τόσο μικρό το χρονικό διάστημα κι όμως, της είχε λείψει ήδη τόσο πολύ! Και σαν να μην έφτανε αυτό, άκουσε και κάτι που την έκανε να τα χάσει εντελώς: Ερχόταν να τη δει. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της, δεν ήξερε τι να πρωτονιώσει, είχε ξετρελαθεί!

Όταν κατέβηκε απ’ το λεωφορείο και την είδε, της ήρθε να βάλει τα κλάματα απ’ τα συναισθήματα που την κατέκλυζαν. Επέστρεψαν μαζί στο σπίτι της φίλης τους κι όλα κύλησαν υπέροχα. Όταν έφτασε η ώρα του ύπνου, η Έλενα της πρότεινε να ξαπλώσει μαζί της στο κρεβάτι αντί για τον καναπέ, στον οποίο επρόκειτο να κοιμηθεί, για να είναι πιο άνετα. Μετά από αρκετή σκέψη κι αμηχανία δέχτηκε.

Όταν βρέθηκε, όμως, ξαπλωμένη δίπλα της, συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και της είπε ότι δεν μπορεί να μείνει δίπλα της, γιατί δεν αντέχει να την αισθάνεται τόσο κοντά της και να μην την έχει. Την ήθελε. Η Έλενα της απάντησε πως κι εκείνη ήθελε το ίδιο και τη φίλησε, ξεκινώντας έτσι την πιο όμορφη νύχτα που είχε ζήσει ποτέ η Μίνα.

Την επόμενη μέρα, όμως, όλα άλλαξαν. Η Μίνα ενθουσιασμένη, η Έλενα ψυχρή. Υποτίθεται ότι με την κοπέλα της είχαν χωρίσει, πώς δικαιολογείτο, λοιπόν, τέτοια συμπεριφορά; Έφυγε χωρίς να της δώσει ούτε ένα φιλί. Μέσα απ’ το λεωφορείο της έστειλε ένα μήνυμα, στο οποίο της ξεκαθάριζε ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο μεταξύ τους.

Την κομμάτιασε. Πήρε ό,τι όμορφο της είχε χαρίσει και το πέταξε στον κάδο των αχρήστων. Την άφησε να μαζεύει τα κομμάτια της και ν’ αναρωτιέται γιατί επέτρεψε να συμβούν όλα αυτά, αφού δεν ήθελε τίποτα παραπάνω μαζί της.

Πέρασε ένας χρόνος χωρίς καμία επικοινωνία, καμία επαφή μεταξύ τους. Ένας χρόνος πόνου και βαθιάς απογοήτευσης. Μέχρι που συναντήθηκαν ξανά σ’ ένα κλαμπ κι η Μίνα εντελώς αυθόρμητα, της έγραψε ένα μήνυμα πως θέλει να τη δει.

Την περίμενε στην είσοδο κι εκείνη ήρθε υπέροχη και δυναμική, όπως πάντα. Την αγκάλιασε σφιχτά και της ζήτησε συγγνώμη για όλα. Μίλησαν ξανά και ξανά, άνοιξαν τις καρδιές τους όπως παλιά και ειπώθηκαν όλες οι αλήθειες, όλες οι συγγνώμες, όλα όσα κουβαλούσαν μέσα τους τόσο καιρό. Έγιναν πάλι φίλες.

Το μόνο που δεν ειπώθηκε είναι πως ακόμη και μετά από τόσο καιρό, η Μίνα πάντα έχει φυλαγμένη μια γωνίτσα στην καρδιά της για εκείνη, κι ας έχουν προχωρήσει κι οι δύο τις ζωές τους. Ένα κομμάτι της θα ανήκει πάντα σ’ αυτήν, στη βραδιά της Πρωτοχρονιάς, στο άσπρο της πουκάμισο, στη νύχτα που πέρασαν μαζί.

Και θα την αγαπάει για όλα όσα είναι και για όλα όσα μοιράζονται. Έστω και σαν φίλες.

 

Επιμέλεια κειμένου Ζωής Ναούμ: Νάννου Αναστασία.

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Μίνας. Στείλε τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Ζωή Ναούμ