Αυτή η ιστορία ανήκει στη «Μαρία».

Η Μαρία τον Σεπτέμβρη του 2009 πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα του Μαθηματικού Πάτρας. Όπως οι περισσότερες κοπέλες της ηλικίας της, έζησε τη φοιτητική της ζωή στο έπακρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ποτά, ξενύχτια, βόλτες κι έρωτες νεανικοί από εκείνους που σβήνουν το ίδιο εύκολα όσο προκύπτουν.

Λίγο το νεαρό τη ηλικίας, λίγο το αίμα που έβραζε, η Μαρία δεν ήταν από εκείνες που τιθασεύονται εύκολα. Μέσα σε εκείνο το διάστημα της ζωής της, μόνο ένας κατάφερε να τη βάλει στο καλούπι της σχέσης κι αυτό όχι για πολύ. Όσο όμορφα κι αν περνούσε μαζί του, η ελευθερία της ήταν ζωτικής σημασίας για την ίδια. Γρήγορα επέστρεψε στον παλιό τρόπο ζωής της που την έκανε να νιώθει περήφανη κι ανεξάρτητη.

Οι άντρες έγιναν για εκείνη εργαλεία προς εκμετάλλευση. Μάζευε επαφές κι ανάλογα με τα κέφια της διαμόρφωνε τη μέρα της.  Άλλος ήταν για σεξ, άλλος για βόλτα, άλλος για λεφτά. Όχι, δεν ένιωθε τύψεις για αυτό. Δεν έφταιγε αυτή που την ερωτεύονταν χωρίς αυτή να ανταποκρίνεται συναισθηματικά. Ο καθένας σε μια σχέση προσφέρει ό,τι μπορεί κι εκείνη δεχόταν με ευχαρίστηση ό,τι μπορούσε ο καθένας να της δώσει. Ήταν σίγουρη πως η ζωή της ήταν το όνειρο της κάθε κοπέλας.

Αυτό σκεφτόταν εκείνη την μέρα καθώς πήγαινε να πιάσει δουλειά σε γνωστό στέκι του κέντρου της πόλης. Θα ήταν μια συνηθισμένη μέρα: θα σέρβιρε τους πελάτες της και θα δεχόταν τα πειράγματά τους. Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια, άλλωστε. Ήξερε πώς να φέρεται στους άντρες – ή πίστευε πως ήξερε, μέχρι που εμφανίστηκε εκείνος. Ματιές και λόγια την έπεισαν πως θα έκανε σίγουρα κάποια κίνηση. Όμως, οι μέρες περνούσαν δίχως να έχει νέα του, η σκέψη του καρφώθηκε στο μυαλό της και η ίδια επέστρεψε στην συνηθισμένη ρουτίνα της.

Μια μέρα που δεν το περίμενε, ήπιε τον πιο ωραίο καφέ απολαμβάνοντας την παρέα του. Τρεις ώρες ήταν αρκετές να της ξυπνήσουν αισθήματα που είχε ξεχάσει εδώ και χρόνια. Δεν κατάλαβε πώς και γιατί αλλά έγιναν αχώριστοι. Δεν περνούσε μέρα που δεν μοιράζονταν στιγμές. Βόλτες με τη βέσπα, τρέξιμο, εκδρομές, κοινές παρέες. Το καλοκαίρι προχωρούσε κι αυτοί ήταν χαμένοι στον μικρόκοσμό τους. Ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο ήταν η αιτία να πειστούν πως αυτό που ζούσαν ήταν κάτι δυνατό. Ένας τσακωμός στο νησί, ανάμεσα σε αλμύρα, μπλεγμένα κορμιά και μούτρα, έφερε τη μεγάλη απόφαση. Με την επιστροφή τους στην πόλη, θα ερχόταν η συγκατοίκηση και τα σχέδια για μια κοινή ζωή, ακόμη κι όταν εκείνη θα έφευγε για δουλειά στο εξωτερικό.

Το παραμύθι πήρε σάρκα κι οστά με τον ερχομό του φθινοπώρου. Τα παιδιά βρήκαν σπίτι, το επίπλωσαν και ζούσαν μέσα σε αυτό τις πιο ευτυχισμένες στιγμές τους. Όλα τα προβλήματα μπορούσαν να λυθούν όταν το βράδυ τους έβρισκε αγκαλιά δίπλα στο τζάκι. Είχαν πια απόλυτη ανάγκη ο ένας τον άλλον.

Τα πρώτα σύννεφα εμφανίστηκαν όταν η Μαρία άρχισε να κάνει ταξίδια και να στέλνει βιογραφικά σε άλλες χώρες. Εκείνος άλλαξε και της πρότεινε να χωρίσουν με ένα σωρό χαζές δικαιολογίες. Της είπε πως ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του, πως δεν θέλει καμία άλλη αλλά του πέφτει «πολύ» και πως κουράστηκε να είναι πάντα εκείνη σε όλα «πολύ». Η Μαρία γύρισε στην Πάτρα αποφασισμένη να βάλει τέλος σε αυτό το θέατρο του παραλόγου αλλά η τύχη –ή μάλλον εκείνος– είχε άλλα σχέδια. Είχε μετανιώσει για τον τρόπο που της μίλησε και για τις αποφάσεις που είχε πάρει. Τον βρήκε να κλαίει και να φοβάται μην τη χάσει. Δεν μπόρεσε να του αντισταθεί. Δεν την ένοιαζε πια το μέλλον τους, παρά μόνο το παρόν. Θα το ζούσαν κι όπου έβγαζε.

Όταν όμως ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο θεός γελάει. Ένα βράδυ από τα δικά τους, γεμάτα πειράγματα και παιχνίδια, χτύπησε το κινητό της. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο πατριός της. Η μητέρα της και η αδελφή της είχαν ένα πολύ σοβαρό ατύχημα. Η μικρή ήταν καλά αλλά η μητέρα της ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Οι επόμενες μέρες κύλησαν εφιαλτικά και γεμάτες αγωνία.

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Οι ζωές τους άλλαξαν σε ένα μόνο βράδυ. Η Μαρία έφυγε στο εξωτερικό για να οργανώσει την ιατρική περίθαλψη της μητέρας της. Κάπου ανάμεσα σε νοσοκομεία, κούραση και κλάματα έδωσε όλη της την προσοχή στη φροντίδα της αδελφής της, που την είχε πραγματικά ανάγκη.

Ο έρωτάς τους πήρε την κάτω βόλτα και η επικοινωνία τους άλλαξε. Τα γλυκόλογα έγιναν κακίες και τα λόγια σπόντες. Εκείνος άρχισε να απομακρύνεται κι εκείνη να μην τον αναγνωρίζει. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο.

Σήμερα η Μαρία ζει μόνιμα στη Βιέννη. Μεγαλώνει ένα παιδί και φροντίζει την μητέρα της που σώθηκε αλλά παραμένει στο νοσοκομείο. Έχει μια ήρεμη ζωή και μια υπέροχη δουλειά. Δεν έχει όμως εκείνον. Δεν έχει πια εκείνον που την αγκάλιαζε και την έκανε να ανατριχιάζει στο άγγιγμά του. Δεν έχει πια εκείνον να της φτιάχνει τη μέρα με το χαμόγελό του και να τη ζεσταίνει με το κορμί του. Και χωρίς εκείνον τίποτα δεν έχει νόημα.

Εγώ απ’ την άλλη, δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος είναι αρκετός για να δώσει νόημα στη ζωή της. Ούτε αν οι έρωτες κρατούν για πάντα. Δεν ξέρω αν αντέχουν τις αποστάσεις και τα προβλήματα. Ξέρω όμως πως τα χιλιόμετρα είναι για να καλύπτονται και τα αεροπλάνα για να πετούν. Κι όπως εκείνη άντεξε τόσα κι ακόμη ελπίζει να είστε μαζί, το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι να τσεκάρεις τις επόμενες πτήσεις για Βιέννη.

Το κορίτσι μας ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του. Προς διευκόλυνση όλων μας, τη βάφτισα Μαρία.

 

Ήταν η ιστορία της «Μαρίας» για τη στήλη Yourstories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ.

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη