Γράφει η Αναστασία Παπασταμάτη.

Πιάνω τον εαυτό μου να αναπολεί τις στιγμές που ζήσαμε. Και τις στιγμές που δε ζήσαμε. Αυτές που ευχόμουν κρυφά να συμβούν, αυτές που συνέβησαν περίπου. Και ξέρεις τι; Οι στιγμές που περίπου συνέβησαν είναι εκείνες που πονάνε περισσότερο.

Γιατί ήταν εκείνες που με κρατούσαν ξύπνια τα βράδια που περίμενα ένα μήνυμά σου. Ήταν εκείνες που μου κρατούσαν συντροφιά τις ώρες που ήσουν μακριά μου. Που ήσουν επιλεκτικά μακριά μου. Και ήταν εκείνες που με έπειθαν κάθε μέρα να συνεχίζω να πιστεύω σε σένα. Και σιγά-σιγά αυτές οι «περίπου στιγμές», έγιναν αντικαταστάτες σου.

Με γέμιζε να σκέφτομαι ότι τις ώρες που μου λείπεις κάνεις τα πάντα για να έρθεις κοντά μου. Με γέμιζε να πιστεύω ότι δεν μπορείς να κοιμηθείς τα βράδια αν δεν ακούσεις τη φωνή μου. Και κυρίως με γέμιζε να ερωτοτροπώ με την ιδέα ότι είσαι ο άνθρωπός μου. Ότι βρήκα επιτέλους αυτό που έψαχνα, αυτό που με ολοκλήρωνε.

Αλλά μάταια, μάτια μου. Τι να το κάνω αν με άφηνες μόνη με τις σκέψεις μου; Τι να το κάνω αν εσύ δεν έκανες την παραμικρή προσπάθεια να τις κάνεις πραγματικότητα;

Δεν είναι έτσι οι σχέσεις, ξέρεις. Οι σχέσεις στην πλειοψηφία τους, φέρνουν δυο άτομα κοντά, τα κάνουν ένα. Σαν δυο κομμάτια παζλ που μόλις ενωθούν δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα. Και που αυτά τα κομμάτια ενώνονται με άλλα δεκάδες και σχηματίζουν ένα τοπίο ιδανικό και παραμυθένιο, φτιαγμένο αποκλειστικά για αυτά τα δύο αρχικά κομμάτια.

Αυτό που είχαμε απέκλινε πολύ από τον ορισμό μιας σχέσης. Τσάμπα δέσμευση ήταν. Ίσως να καταλαβαίναμε διαφορετικά την έννοια της. Ίσως να μην πλέαμε στα ίδια μήκη κύματος. Να θέλαμε διαφορετικά πράγματα και να ντρεπόμασταν να το ομολογήσουμε. Και τελικά να καταλήξαμε μόνοι μας για τον ίδιο λόγο που ήρθαμε κοντά εξ αρχής. Αλλά ξέρεις κάτι; Καλύτερα έτσι.

Μ’ αρέσει που ξυπνάω κάθε μέρα και το πρώτο πράγμα που κάνω δεν είναι να κοιτάξω το κινητό μου για να δω μήνυμά σου. Μ’ αρέσει που δεν περιμένω σπίτι όλη μέρα με την ελπίδα να μου χτυπήσεις το κουδούνι. Μ’ αρέσει που βγαίνω και ξενυχτάω και περνάω καλά, χωρίς να πρέπει να σου δώσω εξηγήσεις για το οτιδήποτε. Και κυρίως μ’ αρέσει που επιτέλους έχουμε κάτι ξεκάθαρο, κάτι για το οποίο είμαι σίγουρη. Ότι πλέον δεν έχουμε τίποτα.

Δεν σου κρατάω κακία, κάθε άλλο. Έγινες κομμάτι μου για λίγο και σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Γιατί όπως λένε «κάθε άνθρωπος που γνωρίζεις έχει κάτι να σου μάθει».

Από σένα λοιπόν, έμαθα ότι δεν πρέπει να αναγκάζεσαι να μείνεις στη ζωή κάποιου, εφόσον ο αέρας εκεί μέσα σε δηλητηριάζει. Δεν χρειάζεται να προσπαθείς για κάτι που κανονικά πρέπει να πηγάζει από μέσα σου. Ότι καλύτερα είναι να είσαι «απών» παρά «αχρείαστος παρών». Κανείς δεν έχει ανάγκη από κάποιον συναισθηματικά ανάπηρο, κάποιον που δεν έχει τίποτα να προσφέρει.

Αλλά να, δες! Κυλάει η ζωή και χωρίς εσένα. Ούτως η άλλως δεν πρόλαβα να σε συνηθίσω για να μου λείπεις. Φρόντισες και γι’ αυτό. Όπως φροντίζεις καθημερινά να μου δείχνεις πόσο ωραία περνάς μακριά μου. Πόσο δε με έχεις ανάγκη. Πόσο περιττή ήμουν στη ζωή σου τελικά. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να ήμασταν μια μπόρα που ξέσπασε και τώρα τη θέση της στον ουρανό να έχουν πάρει μυριάδες κάτασπρα σύννεφα. Που μπορεί να κρύβουν κάποιες φορές τον ήλιο, αλλά δημιουργούν κάτι όμορφο, κάτι γαλήνιο. Κάτι σαν τις όμορφες στιγμές μας.

Παρ’ όλα αυτά ξέρω ότι δεν έκανα κάτι λάθος. Ίσως το μόνο λάθος που έκανα ήταν που δεν έφυγα νωρίτερα. Που κάθισα και επέμεινα σε κάτι που έβλεπα ότι ήταν χαμένο εξ αρχής.

Απογοητεύτηκα, ναι. Απογοητεύτηκα από σένα, αλλά κυρίως απογοητεύτηκα από τον εαυτό μου. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που έκανα λάθος εκτίμηση για κάποιον. Σε νόμιζα τα πάντα μου και αποδείχτηκες το αντίθετο. Το «ποτέ» μου αποδείχτηκες. Ίσως χωρίς «μου» γιατί ποτέ δε μου ανήκες.