Από τη Μελίνα Λογοθετίδη

Αμέτρητοι στίχοι και ποιήματα τρέχουν από το χέρι μου στο χαρτί από τη μέρα που σε γνώρισα. Από τη στιγμή που έστω και για λίγο μοιράστηκα τον εαυτό μου μαζί σου. Ίσως ήταν λάθος, ίσως ήταν σωστό. Και τι είναι λάθος και τι είναι σωστό; Βλέπεις στα μάτια μου ήσουν το άπιαστο, κάτι το αδύνατο. Μου αρκούσε μόνο να σε παρατηρώ από μακριά, να σε θαυμάζω και έπειτα να σωπαίνω και να το ζω μόνη μου. Ίσως ήταν και καλύτερα να το κρατήσω για μένα αυτό το συναίσθημα και να μην το φέρω στην επιφάνεια. Γιατί η συνέχεια ήταν η απογοήτευση. Ίσως όλα να ήταν διαφορετικά τώρα. Εγώ στη ζωή μου και εσύ στο φευγιό σου.

Δε σου καταλογίζω ευθύνες, ήσουν ξεκάθαρος και στις κινήσεις και στα λόγια. Εγώ διάλεξα να περιμένω. Αλλά το να σε περιμένω είναι σαν να περιμένω πηγή νερού μέσα στην έρημο. Ανούσιο και άσκοπο. Θυμάμαι την τελευταία μέρα που έφυγες από το σπίτι μου, εκείνη τη στιγμή που προσπαθούσα να σου δείξω ότι αξίζει να μείνεις. Κάθισα άπειρα λεπτά μπροστά από την κλειστή πόρτα με την ελπίδα ότι θα την χτυπήσεις και θα έχεις πειστεί για κάποιο λόγο να μείνεις. Τα λεπτά έγιναν ώρες. Και οι ώρες έφεραν πολλά δάκρυα στα μάτια. Αλλά εσύ δεν επέστρεψες. Τα άφησες όλα πίσω σου και μαζί με την απουσία σου, έμεινε η δική μου ελπίδα ότι ίσως κάπου, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.

Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες και συνέχισα να κοιτάω με ελπίδα αυτή την κλειστή πόρτα. Ήλπιζα ότι αυτό που είχα δει, είχα αισθανθεί, ήταν πραγματικότητα. Αλλά προσπαθούσα να με πείσω. Δημιούργησα τις ψευδαισθήσεις μου για να μην έρθω σε επαφή με την αλήθεια. Όμως κουράστηκα. Κουράστηκα να μπάζει αέρας από τη μισάνοιχτη πόρτα μου. Περιμένω τόσο καιρό ένα σημάδι. Και η αλήθεια είναι ότι πλέον έχω ξεχάσει τι προσμένω αλλά περισσότερο φοβάμαι μη λησμονήσω αυτά που έζησα σε λίγες στιγμές μαζί σου. Θυμάμαι όλα τα βράδια μας. Εκείνα που προσπαθούσα να σε κάνω να με δεις. Να κοιτάζεις γύρω σου και εγώ να κοιτάζω μόνο εσένα. Να κοιτάζω στα μάτια σου και να ψάχνω για συναίσθημα. Και το είδα, το ένιωσα. Αλλά δεν κράτησε. Ήταν εκεί για λίγο, έπειτα χάθηκε όπως χάθηκες και εσύ. Τότε ήταν που το κατάλαβα.

Δεν υπήρξες. Υπήρξες επειδή το προκάλεσα εγώ. Πανικοβλήθηκα, ένιωσα ότι έχασα κάτι που δεν ήταν στην πραγματικότητα ποτέ δικό μου. Έφυγες χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου. Όσο και να το καθυστερούσα, δεν έμεινες. Κράτησα για λίγο το χέρι σου αλλά το τράβηξες. Ανέβηκες σε εκείνο το λεωφορείο και χάθηκες. Και περνούσαν οι μέρες και ερχόντουσαν και άλλες και κάθε μία πονούσε πιο πολύ από την προηγούμενη. Η απουσία σου ήταν ακόμα εντονότερη. Εκείνες τις στιγμές συνειδητοποίησα ότι δε θα έρθεις ξανά. Ξέρεις όμως τι με πονάει πιο πολύ; Ότι έως τώρα δεν κατάλαβα το γιατί. Γιατί δεν έμεινες; Γιατί δεν είδες; Δεν ξέρω γιατί δε με άφησες να το προσπαθήσω ούτε για λίγο. Δεν μου έδειξες αν στο μυαλό σου υπήρχε κάποια άλλη και ίσως να μη θέλω και να το μάθω αυτό. Δεν κατάλαβα αν σου δε σου άρεσε ο τρόπος που σκέφτομαι ή ο τρόπος που μιλάω. Και απλώς αποδέχτηκα τα γεγονότα. Ήθελες να φύγεις γιατί είχες τη ζωή σου και τις προτεραιότητές σου.

Δε θα έκανα καμία κίνηση να σε καταπιέσω. Κράτησα αυτά που ένιωθα για μένα για να μη σου επιβάλλω τις επιθυμίες μου, μέχρι που με έπνιξαν. Έχασα εμένα για να βρεις εσύ εσένα. Απομακρύνθηκες, χάθηκες. Και όντως είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ. Σαν σύννεφο είσαι. Ένα σύννεφο που εμφανίστηκε, έβρεξε και χάθηκε. Χωρίς να υπάρχει κάτι να σε θυμίζει. Μόνο οι αναμνήσεις σου που σιγά-σιγά ξεθυμαίνουν. Και η προσμονή ότι ίσως κάπου ξανασυναντηθούμε καταρρέει και ο μόνος τρόπος να νιώθω ότι επικοινωνώ μαζί σου είναι εκείνη η στιγμή λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου για να κοιμηθώ που σε φέρνω στο μυαλό μου και νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ. Γιατί μου θυμίζει ότι δεν ήσουν απλώς προϊόν της φαντασίας μου. Ίσως οι δρόμοι μας να είναι παράλληλοι και να μη συναντηθούν και ποτέ αλλά τουλάχιστον όταν κλείνω τα μάτια μου είσαι εκεί. Σημάδι πως κάπου υπάρχεις…