Γράφει η Σ. 

Υπάρχουν δρόμοι που οδηγούν σε ξέφωτα πρωτάκουστα, μα η διαδρομή μπορεί να μοιάζει δύσβατη, σχεδόν απλησίαστη, γεμάτη γκρεμούς, εμπόδια, τοίχους, αδιέξοδα. Μια ζωή έψαχνα την αγάπη και στην ερώτηση «ποιον αγαπάς;» τους πρόσθετα όλους, έναν προς έναν, τους φύλακες της καρδιάς μου. Μα άφηνα απ’ έξω τον πιο σημαντικό: τον εαυτό μου. Πόσο με βασάνισα, με τσαλάκωσα και οριακά με διέλυσα, μέχρι να καταλάβω την αξία του «να σε αγαπάς». Εγώ ούτε τη διαδρομή κοιτούσα. Απλώς σκορπούσα την ψυχή μου εδώ κι εκεί, ψάχνοντας σκοπό να ζήσω,

Με είχα εγκαταλείψει για μια ιδέα φανταστική, ώσπου κατάλαβα. «Σαν ταινία παλιά, που τέλος δεν έχει», είδα όλη τη ζωή μου να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Όχι εκείνα που φαντάζεστε, τα μάτια της ψυχής. Και αντί για εικόνες, ένιωσα τις πληγές να με τσούζουν. «Δε με εμπιστεύομαι, δε με αγαπώ!», αναφώνησα. Διότι αν το έκανα, θα μετρούσα στιγμές κι όχι ουλές. Έχω ευθύνη. Πέσε, σήκω, πέσε ξανά, σήκω πάλι. Μια κραιπάλη δίχως τελειωμό. Αυτή ήταν η ζωή μου πριν μάθω πρώτα εμένα να κοιτώ. Μην τυχόν και κάποιος σκεφτεί πως βάζω εμένα από πάνω. Αυτή ήταν η έγνοια μου βλέπεις: μη με πουν άνθρωπο εγωιστή, μη μου φορέσουν την ταμπέλα του «αδιάφορου», του «παρτάκια». Τι σημασία έχει άλλωστε να ζει κανείς, αφού μπορεί να υπάρχει; Αρνούμαι.

Έδωσα μια και τα γκρέμισα όλα. Λάθη, σωστά, πρέπει, ξένα θέλω, γνώμες, απόψεις, όλα. Απόψε μιλάω εγώ. Πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα, άκουσα τη δική μου φωνή να μιλά μέσα από το μυαλό μου. Επιτέλους μου έδωσα φωνή, μ’ ακούς; Επέλεξα εμένα, συνειδητά, απόλυτα και αδιαμφισβήτητα. Θυσίασα τα καλύτερα στοιχεία του εαυτού μου σε περιπτώσεις ανίατες, άρρωστες, ακατάλληλες, λίγες. Ποτέ ξανά.

Μαθαίνω να με αγαπώ σαν να είμαι εγώ και κανείς άλλος, σαν να είμαι ο έρωτας της ζωής μου. Γιατί είμαι. Στα σκοτάδια μου που θαρρώ πως κρατούσαν αιώνες, στα ευχάριστα νέα που ανυπομονούσα να μοιραστώ με ανθρώπους που δε νοιάστηκαν ποτέ, σε εκείνες τις στιγμές που η καρδιά μου έφευγε από τη θέση της κι έψαχνα να τη βρω στα χαλάσματα, στα ξημερώματα που δεν ήθελα να τελειώσουν, μα και σε κάτι νύχτες εφιαλτικές, ήμουν εκεί για εμένα, δε με εγκατέλειψα ποτέ. Ήμουν παρούσα. Έμαθα την ανεκτίμητη αξία του να με αγαπώ τόσο πολύ, ώστε να με φροντίζω, όπως δε με φρόντισε κανείς. Γιατί αν δεν το κάνω για μένα, δε θα το κάνει κανείς. Τώρα πια αγαπιέμαι.

Στιγμάτισέ με, λοιπόν, δε με ενδιαφέρει. Σχολίασε όλες μου τις ανασφάλειες, κορόιδεψε ελεύθερα κάθε μου φοβία, μείωσέ με, παράτησέ με, απέρριψέ με, σε προκαλώ. Δώσε μου κίνητρο πιο πολύ να με αγαπώ, πιο σφιχτά να με αγκαλιάζω, να με αποδέχομαι, να με απολαμβάνω, να εξελίσσομαι, να μεγαλώνω, να γίνομαι ακόμα πιο σοφή, ακόμα πιο δυνατή. Δοκίμασέ με και θα εκπλαγείς πόσο γρήγορα μπορώ να φύγω από κάτι που δε μου αξίζει. Στο υπόσχομαι. Μου το υπόσχομαι.

Δε θα κρατήσω ούτε τη θύμησή σου. Θα είσαι ο άγνωστος Χ σε μια εξίσωση που δε λύθηκε ποτέ, μιας και αφαίρεσα το πρόβλημα. Δε θα υπάρχεις. Δεν περιμένω αγάπη, τη δημιουργώ. Πηγάζει από μέσα μου, εκεί γεννιέται και ρέει ανεμπόδιστη, απεριόριστη, δίχως τελειωμό, και αν δεν την αξίζεις, την κρατώ για μένα. Την αξίζω. Με συγχωρώ, λοιπόν, για όσα ανέχτηκα, για όσα πέρασα και δε μου άξιζαν -κι αυτή είναι η αρχή για μια ζωή γεμάτη αποδοχή. Από μένα προς εμένα με αγάπη.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.