Γράφει η Νίκη.

Ένας χρόνος ακριβώς, τόσο μετράει η απουσία σου. Το μέσα μου ζητάει να σε ξαναδεί κάθε μέρα και λιγότερο κι αυτό με πλημμυρίζει ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Σε έχω ξεπεράσει, προχώρησα τη ζωή μου κι έχω βρει την ευτυχία που επιθυμούσα. Είμαι και πάλι ερωτευμένη με την ωραία μοναξιά μου. Είμαστε σαν δυο καλές φίλες, σχεδόν κολλητές.

Όλα στη ζωή μου έχουν πάρει το δρόμο τους, τα έχω βάλει σε πλήρη τάξη. Είμαι πολύ καλά και δεν το λέω για να το πω, το λέω επειδή είναι η αλήθεια. Η καρδιά μου έχει ηρεμήσει, είναι ασφαλής και έχει οχυρώσει υψηλά τείχη γύρω από αυτούς που επιθυμούν το κακό της. Θα την προφυλάξω με όλη μου τη δύναμη γιατί δεν την αντιμετωπίζω ως ένα κομμάτι κρέας. Ούτε τη δική μου, ούτε των άλλων. Δε θα την ξαναφήσω στα χέρια κανενός χασάπη να την τεμαχίσει όπως έκανες εσύ.

Χθες βράδυ ξαναδιάβασα τα μηνύματά μας. Ήταν σαν ένα επετειακό δώρο στον εαυτό μου. Έψαξα να σε βρω στις σκοτεινές γωνιές του νου μου που σε είχα θάψει. Ανέστησα την παρουσία σου μέσα από τα γραπτά κείμενα που είχαμε ανταλλάξει. Σε έφερα στην επιφάνεια μήπως και καταφέρω να σε ξορκίσω, μήπως καταφέρω να απαλλαγώ από σένα δια παντός. Δεν περίμενα πως θα το κατάφερνα.

«Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους». Πόσο καιρό δεν το είχα προσέξει αυτό το μήνυμα; Τα μάτια μου μάλλον δεν ήθελαν να σταθούν εκεί και το προσπέρασαν. Πολλές φορές, αρκεί ένα δευτερόλεπτο να διαλύσει τα πάντα. Σε είχα στο θρόνο σου, με το στέμμα σου και σε προσκυνούσα. Δεν μπορούσα να σε εκθρονίσω, να σε απομυθοποιήσω, να βρω τα ελαττώματά σου. Τώρα το πέτυχα.

Ε, όχι που δεν ήσουν και σαν τους άλλους. Στην αρχή μου πλάσαρες το πρότυπο του ιδανικού συντρόφου, του πιστού και εγώ σαν σωστό θύμα που ήμουν τσίμπησα και δεν έλεγα να αφήσω το δόλωμα. Δε μετανιώνω όμως γιατί μου άξιζε. Ήσουν ένα πολύ καλό μάθημα. Με έκανες να καταλάβω τι είδους ανθρώπους δε θέλω στη ζωή μου. Έπαιξες μαζί μου και ένα βράδυ χωρίς εξήγηση εξαφανίστηκες. Λες κι είναι παιχνίδι ο έρωτας που θα έχει πάντα έναν ηττημένο και ένα νικητή. Και επειδή δε σου άρεσε ποτέ να χάνεις το έβαλες στα πόδια θεωρώντας πως έτσι θα κέρδιζες.

Δεν είχα δει το μαχαίρι σου και τις απανωτές μαχαιριές τις εκλάμβανα ως τρυφερά χάδια. Είχα τυφλωθεί από έρωτα και με ένοιαζες μόνο εσύ. Πάνω από όλους και από όλα εσύ. Πρώτα εσύ, μετά εγώ. Πρώτα εσύ, μετά η οικογένειά μου. Πρώτα εσύ, μετά οι φίλοι μου. Με έκανες ό,τι ήθελες. Ήταν άρρωστο. Με αρρώστησες και σε σιχάθηκα. Και κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει την κατάλληλη αντιβίωση για αυτήν την αρρώστια.  

Όλοι μου έλεγαν να συνέλθω αλλά εγώ εκεί, με τις παρωπίδες μου. Τυφλωμένη από ένα ηλίθιο και παιδιάστικο πάθος στο οποίο με έσυρες. Στεναχωριόσουν εσύ, ήμουν χάλια κι εγώ, γελούσες εσύ, πετούσα στα σύννεφα εγώ. Καμία έγκαιρη προειδοποίηση όμως για τα κενά αέρος που επρόκειτο να επακολουθήσουν. 

«Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους». Το ξαναδιαβάζω και σε μισώ περισσότερο. Κατάφερες και προχώρησες τόσο εύκολα τη ζωή σου μετά από μας. Σας είδα ένα βράδυ έξω από το σπίτι σου, να τη φιλάς, να την αγγίζεις τρυφερά. Που μέχρι πριν λίγες μέρες άγγιζες το δικό μου σώμα, χαΐδευες τα δικά μου μαλλιά και φιλούσες τα δικά μου χείλη. Ακόμη έχω αυτήν την εικόνα στο μυαλό μου.

Θα μπορούσα να απαιτήσω εξηγήσεις, να σου χτυπήσω το κουδούνι μες στη νύχτα και να παρακαλέσω, σχεδόν να ικετέψω, για μια κουβέντα σου. Να μάθω γιατί. Αν το έκανα όμως θα έχανα και την τελευταία στάλα αξιοπρέπειας και εγωισμού που μου είχε απομείνει. Γι’αυτό έμεινα πίσω. Είναι καλύτερα έτσι. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η γνώση είναι δύναμη και η άγνοια ευλογία.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ταυτόχρονα και την απόφαση να σβήσω όλα μας τα μηνύματα ένα προς ένα. Οριστική διαγραφή από παντού. Και από το μυαλό μου. Ξέρω πως αυτό θα αργήσει γιατί το μυαλό είναι καταδικασμένο να ξεχάσει τελευταίο. Αλλά θα το κάνω. Δε θέλω να πιάνεις άλλο χώρο εκεί, ούτε καν στο πίσω μέρος του. Κουράστηκα. Με πόνεσες πολύ με την παρουσία σου, δε θα επιτρέψω να το κάνεις και με την απουσία σου.

 

 Επιμέλεια Κειμένου Νίκης: Κατερίνα Κεχαγιά