Είχα ακούσει αυτό που λένε πως μόνο όταν χάσεις κάτι καταλαβαίνεις την αξία του αλλά ποτέ δεν το κατάλαβα ουσιαστικά.

Εκείνος έφυγε και ξεκίνησε μια καινούρια ζωή πολύ μακριά από όλους εμάς και φυσικά δε μιλάω για τον εαυτό μου μόνο, μιλάω για όλους τους ανθρώπους που βρισκόταν στην καθημερινότητά του όλα αυτά τα χρόνια.

Στα τηλέφωνα η φωνή του ήταν όλο και πιο σκυθρωπή και η μόνιμη απάντηση στο «Είσαι σίγουρα καλά;» ήταν «Ναι, δεν έχω τίποτα».

Πολλές μέρες με βασάνιζε η σκέψη του να το κάνω ή να μην το κάνω, αλλά μάλλον με αυτόν τον άνθρωπο η απάντηση θα ήταν πάντα ναι. Και έτσι λοιπόν το έκανα! Έκανα κάτι που για κανέναν άλλον εκεί έξω δε θα έκανα ποτέ, τουλάχιστον όχι ακόμη. Γιατί; Γιατί άξιζε και ήθελα να προσπαθήσω. Κλείνω εισιτήρια και φτιάχνω βαλίτσες.

Δε μιλάμε πολύ στο τηλέφωνο και αναρωτιέμαι ακόμα αν έχει καταλάβει πως σε μία μέρα από τώρα θα πάω να τον συναντήσω, να μείνω μαζί του. Φτάνει η νύχτα και δεν μπορώ να κοιμηθώ, στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου και εκατομμύρια σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου, φοβάμαι, δε θέλω να πάω. Το μυαλό μου αρχίζει να κατακλύζεται από το τι θα γίνει αν, τι θα γίνει αν με βλέπει φιλικά; Τι θα γίνει αν πάω και φάω τα μούτρα μου;

Κατά τις τρεις το χάραμα λαμβάνω μήνυμά του το οποίο ηρεμεί εμένα και τις σκέψεις μου για εκείνον. «Πάρε με αύριο πριν ξεκινήσεις» αυτό ήταν το μήνυμά του, «Έχει συνειδητοποιήσει ότι θα πάω να τον βρω αύριο, ωραία» λέω στον εαυτό μου «Εγώ; Το έχω συνειδητοποιήσει;»

Ξυπνάω και ακόμη προσπαθώ να βρω έναν γαμημένο λόγο που θα εξηγήσω σε τρίτους, για ποιο λόγο πάω να συναντήσω ένα απλό φίλο μου, «δε γαμιέται, στην τελική κάνω κάτι που πραγματικά θέλω, κάνω κάτι για εμένα και όχι γι’αυτούς» αυτά τα λόγια άρχισαν να περιπλανούνται μέσα στο κεφάλι μου και όσο ετοιμαζόμουν.

Φτάνω στα ΚΤΕΛ και μπαίνω στο λεωφορείο, «τώρα δεν υπάρχει γυρισμός» λέω στον εαυτό μου «ή θα πας και γυρίσεις ευτυχισμένη ή θα γίνει το αντίθετο αλλά θα μάθεις κάτι από αυτό».

Ο δρόμος δε βοηθούσε ιδιαίτερα η μία στροφή ερχόταν μετά την άλλη και δεν μπορούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά για το πώς θα πρέπει να αντιδράσω τώρα που θα πάω εκεί και το τι θα πω και τι θα κάνω.

Μετά από τέσσερις ώρες και κάποια τηλεφωνήματα που είχα μαζί του επιτέλους έφτασα. Κατεβαίνω από το λεωφορείο και τον βλέπω εκεί να στέκεται.

Έρχεται κοντά μου και μ’ ένα «δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι εδώ», μέσα σε δυο δευτερόλεπτα έσβησε κάθε ενδοιασμό μου. Αμηχανία, τρέμουλο στα δάκτυλα, ακόμα κι οι γλώσσες μας είχαν μουδιάσει.

Όταν με κοίταξε επίμονα στα μάτια κι ένιωσα τι θ’ ακολουθούσε, ήμουν πλέον βέβαιη ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση. Δέκα λεπτά μετά κι άλλα τόσα φιλιά αργότερα, μπορεί οι γλώσσες να μην είχαν ακόμα ξεμουδιάσει, αλλά τα δάκτυλα που ήταν μπλεγμένα, δεν έτρεμαν.

Κάπως έτσι εμπέδωσα πως αν κάτι το θες πολύ πρέπει να βγεις εκεί έξω και να παλέψεις γι’αυτό.