Άγιε μου Βασίλη, γεια σου.
Εγώ είμαι πάλι.
Σαράντα δύο χρόνια πιστή στο ραντεβού μου, να σου ζητάω κάθε τέτοιο καιρό τα καλύτερα.
Κι όχι γιατί έμαθα πως είσαι ελεήμων και τέτοιες ανοησίες, αλλά γιατί απ’ τη στιγμή που σου έβαλαν πράσινη στολή (πριν την κοκκινίσει η Κόκα-Κόλα), άσπρα γένια και μια χοντρή και πλαδαρή κοιλίτσα και πλάστηκε ο μύθος σου, έγινες και Άγιος που τα τιμά τα κόκκινα παντελόνια.
«Αν είσαι καλό κορίτσι», μου έλεγε η μαμά, «θα στο φέρει ο Άι Βασίλης το σπίτι της Μπάρμπη».
Όπερ και εγένετο και έτσι η Μπάρμπη άρχισε να φιλοξενεί στο σπίτι της ό,τι κουκλικό σκαρφιζόταν η παιχνιδοβιομηχανία και όταν άρχισα να μεγαλώνω, Άι Βασίλη μου, χατίρι δε μου χάλασες.
Από satchels μέχρι clutches, σε ό,τι παλαβό σχέδιο κι από μποτίνια κόκκινα, μέχρι γόβες στιλέτο, πιστός στη συμφωνία μας, με αποζημίωνες που άφηνα στην άκρη τις κακίες, πετώντας μου από την καμινάδα (είπαμε, πιστευτός ο μύθος σου) πολύχρωμα κουτιά γεμάτα λαμπερά και ενίοτε εκκεντρικά αξεσουάρ. Κύριος στη συμφωνία, κυρία κι εγώ και τώρα που το σκέφτομαι σαράντα δύο χρόνια σχέσης, δεν χτίζονται και διαφορετικά.
Φέτος, όμως Άγιε του παραμυθιού, το γράμμα μου δεν είναι από εκείνα που σου στέλνουν τα παιδιά όλου του κόσμου.
Δε θα χρειαστείς λεξικό να βρεις τι είναι Kelly bag της Birkin σε ροζ κροκό, ούτε θα ψάχνεις τις ηλεκτρονικές αγορές του κόσμου για το συλλεκτικό smartphone της Prada.
Θα χρειαστεί, όμως, να επιστρατεύσεις όλη σου τη σοφία μιας και η φετινή μου μοναδική απαίτηση είναι μια απάντηση στο ερώτημα που με καίει. Τι συμβαίνει στα κακά παιδιά;
Τα καλά, λοιπόν, παίρνουν ό,τι σου ζητήσουν ή έστω κάτι παρεμφερές, γιατί μπορεί να μη σου φτάνουν τα λεφτά για το Iphone 6 το plus και να τους φέρεις το σκέτο. Τα κακά, όμως;
Η προφανής απάντηση είναι δεν παίρνουν τίποτα.
Αυτό τουλάχιστον διευκρίνιζε το εκβιαστικό δίλημμα που μας έβαζαν οι μαμάδες μας, «Ή καλός και δώρο ή κακός και τίποτα».
Μα αν ήθελα το προφανές δε θα χρειαζόμουν την Αγιοσύνη σου.
Γιατί να εξηγούμαι, Άγιε και να μην παρεξηγούμαι. Όλα δεκτά και λογικά κι αν βγεις παραέξω, όλοι οι παραέξω και κυρίως έξω από το χορό, μαζί με τα πολλά τραγούδια που ξέρουν έχουν μάθει και το τσιτάτο. «Ανωτερότητα. Η εκδίκηση είναι για τους μικρούς.» Αλήθεια;
Οι καλοί λογαριασμοί, λέει, Άι Βασίλη μου, κάνουν τους καλούς φίλους. Και εμείς τόσα χρόνια μια χαρά τα πήγαμε.
Θα σου πω, λοιπόν, την αμαρτία μου, όχι γιατί εξομολογούμενη δεν υφίσταται, αλλά γιατί οφείλεις ως καλός μου φίλος να παρέμβεις.
Όχι ρε Άγιε, δεν μπορεί το αντίπαλο δέος στο δώρο να είναι το τίποτα κι από πότε η περίφημη ανωτερότητα μας έκανε να ξεχάσουμε το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»;
Όχι μη με παρεξηγείς. Χρονιάρες μέρες, δε σου ζητάω να βγάλεις κανενός τα μάτια έστω κι αν υπήρξαν τόσο χυδαία που δε χαμήλωναν στα μεγαλύτερα ψέματα.
Όμως, το δίκαιο δεν είναι το τίποτα, αλλά το «σκατά έδωσες, σκατά θα λάβεις.»
Θα αναρωτιέσαι, είμαι βέβαιη, γιατί στα λέω αυτά.
Μα, Άι Βασίλη μου, τόσα χρόνια επικοινωνούμε οι δυο μας, έπρεπε πια να με ξέρεις.
Να ξέρεις πως στην αδικία τους, απαντώ με θλίψη, στην κακία τους με πίκρα και στα άσχημα παιχνίδια με δάκρυ.
Να ξέρεις πως όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να ανταποδώσω κι είσαι το τελευταίο μου καταφύγιο πριν την τρέλα.
Όχι, Άγιε μου, δε θέλω απλά την απάντηση.
Πράξεις θέλω από σένα. Να μπεις νύχτα από την καμινάδα τους, να αφήσεις επιδεικτικά απείραχτα τα μελομακάρονά τους, να αγνοήσεις το γάλα στο ποτήρι και να τους αφήσεις στο κέντρο του σαλονιού αυτό που έσπειραν. Το κακό.
Να τους κομματιάσεις την καρδιά τους.
Να διαλύσεις την ψυχή τους.
Να πονά το κορμί τους από τον πόνο του μυαλού.
Μα κυρίως, να τους γεμίσεις όλο τους το είναι με αφόρητες τύψεις, για το κακό που έκαναν ηθελημένα.
Άγιε μου Βασίλη, φέτος τα Χριστούγεννα δε θέλω κούκλες, ούτε μποτίνια χρωματιστά, ούτε ειρήνη και ευτυχία σε όλο τον κόσμο.
Θέλω, όμως, το μεγαλύτερο δώρο του κόσμου. Τη χαρά.
Όχι την ψεύτικη, την πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη των γιορτών και τον ήχο του Last Christmas.
Την άγρια εκδοχή της θέλω. Της εκδίκησης.