Μεγάλα σκούρα μάτια με χαμογελαστό, σχεδόν πανέμορφο βλέμμα. Αρχικά στη μνήμη ήταν πάντα ακίνητο, πετρωμένο, παρ’ όλο που το είχα δει σε βίντεο να μιλά. Το χαμόγελο εξίσου όμορφο, χωρίς να μπορώ ν’ αποφασίσω ποιο από τα δύο είναι περισσότερο. Ίσια, λευκά δόντια κι όλη η έκφραση πλάθεται σχεδόν ουτοπικά. Ανάστατα, μαύρα μαλλιά να φέρνουν αντίθεση με το λευκό δέρμα. Σε κάποιες φωτογραφίες είναι χρυσό σκούρο από τον ήλιο κάποιο καλοκαίρι και το πρόσωπο φορά μούσια σγουρά και τρελαμένα, να ταιριάζουν με τον χαρακτήρα που γοητεύει υπερβολικά.

Παλιότερα ίσως και να μην το έκανε, ίσως να μη με άγγιζε. Μπορεί να τον μύριζα και να ξίνιζα, στρέφοντας το βλέμμα μου αλλού, εξαιτίας της υπεροπτικής απολυτότητας που τότε θ’ αναγνώριζα. Άλλη εποχή τότε, ίσως η ανώριμη καρδιά να πορωνόταν και τα μάτια να έλαμπαν με τα ίδια ανώριμα συναισθήματα. Τώρα δεν είμαι όπως παλιά κι η σκοτεινιά της προσωπικότητας αυτής μιλά σωστά με τη φωτεινή ουδετερότητά μου. Τώρα, όμως, με ελκύει επικίνδυνα.

Μ’ αρέσεις. Μία ακόμη απόδειξη είναι ότι απόψε σε πήρα τηλέφωνο. Απόψε, στην ησυχία της νύχτας γύρω μου. Κάτω από πεντάμορφο, άφωτο ουρανό και ταυτόχρονα με φεγγάρι, με τον αισθησιασμό του βραδινού μπάνιου. Απόψε, πήρα εσένα τηλέφωνο. Μ’ αποκάλεσες με το όνομα που συνηθίζεις και είπες πως δεν μπορούσες να μιλήσεις.

Έπειτα άρχισα να γράφω και στην τρίτη γραμμή, ήρθε ένας άλλος να με γνωρίσει. Ανοιχτό μυαλό, δεκτικός, διεκδικητικός, σχετικά ενδιαφέρων και σίγουρα διαφορετικό μυαλό από τα πολλά. Από το ένα θέμα πετούσαμε στο άλλο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε ή να μας νοιάζει. Όλα έρεαν τόσο φυσικά κι εύκολα κι από τις δύο μεριές. Τρεισήμισι ώρες πέρασαν έτσι, σαν δυο στιγμές.  Ιδανικό, θα έλεγε κανείς, ειδυλλιακό το να εμφανιστεί κάποιος ταιριαστός στην προσωπικότητά μου ένα βράδυ σαν το χθεσινό. Τότε που η ανάγκη μου για τον πνευματικό έρωτα χτυπούσε ξανά την πόρτα.

Το θέμα ήταν, όμως, πως όσο ταιριαστά χαλαρός κι επικοινωνιακός κι αν ήταν, δεν είχε τη σπίθα που ζητάω. Τη σπίθα που αναγνώρισα σε σένα μονάχα διαβάζοντας τα γραπτά σου. Δίχως να σου έχω μιλήσει ποτέ. Δεν είχε τη σπίθα των ματιών σου.

Αυτά τα καταραμένα μάτια. Τα φέρνω στο μυαλό κι αυτό αναστατώνεται μαζί με το στομάχι. Πόσα μπορεί να προκαλέσει μια φράση, μία συζήτηση. Πόσα μπορείς να μου προκαλέσεις εσύ με το να εστιάσεις απλά στην κάμερα. Κι όταν σου λέω να μην το κάνεις, το κάνεις και γελάω και γελάς κι εσύ. Κι απλά «λατρεύω» το χαμόγελό σου. Γίνεσαι πανέμορφος και θέλω να είμαι εκεί να σε αγγίξω, να σε φέρω κοντά και να σε νιώσω. Όμως δεν είμαι κι αναγκάζομαι να έρθω ξανά στην πραγματικότητα. Σε βλέπω να τρίβεις το μέτωπο σου, σ’ ακούω να λες «θα μ’ αφήσεις;» και λιώνω. Και δεν μπορώ να το κρύψω. Και τώρα έχουμε το καλλιτεχνικό μυστικό μας. Δεν είχα μυστικά, τα είχα πει όλα, τα είχαμε μοιραστεί. Μ’ αρέσει να έχω ένα μαζί σου. Μ’ αρέσεις.

Ο συγχρονισμός είναι απίστευτα σημαντικός και ο δικός μας δεν υπάρχει πουθενά. Δεν υπάρχει ούτε στο συναίσθημα, γιατί έχεις σύντροφο, ούτε στον τόπο, αφού μένεις μακριά.

Η αλήθεια είναι πως ελπίζω. Θέλω να ελπίζω γιατί δεν μπορώ να δεχτώ την εναλλακτική. Ότι ενώ είμαι δύσκολη και δε βρίσκω συχνά μυρωδιές να μου αρέσουν, τώρα που σε βρήκα, δεν μπορώ να σ’ έχω. «Είναι άδικο», σχηματίζεται η σκέψη αυθόρμητα. Είναι άδικο να υπάρχεις και να μην μπορώ να σε αγγίξω, να σε γευτώ. Δεν είναι θέμα αδικίας, όμως, όχι. Είναι ατυχία και μαλακία. Είναι μαλακία και το ότι ελπίζω με κάνει υποκρίτρια. Λέω ξανά και ξανά ότι η απόσταση είναι δύσκολη, ότι είναι σχεδόν ακατόρθωτη. Μα, σε γουστάρω και θέλω να σ’ έχω, πώς να μην είμαι υποκρίτρια; Πώς να περίμενα ότι θα ήσουν εσύ πίσω από εκείνη την αποδοχή στο fb; 

Και πώς να μην προσπαθήσω να σε διεκδικήσω; Πώς να κρατήσω το ενστικτώδες φλερτ μου απ’ το να προσπαθήσει να σε γοητεύσει; Ίσως χάσω την εκτίμησή σου κι αυτό δεν το θέλω. Οπότε κάπως έτσι το σταματάω, του κλείνω το στόμα και το κρύβω πίσω από το παιχνιδιάρικο «για πλάκα» δικό μας φλερτ, στο οποίο όχι μόνο ανταποκρίνεσαι, αλλά τείνεις και να το ξεκινάς. Σ’ αρέσει το αθώο φλερτάρισμα. Αυτό λέω στον εαυτό μου όταν αρχίζει να ελπίζει πιο έντονα. Όχι, είσαι αλλού και σου αρέσει. Είσαι συναισθηματικά μη διαθέσιμος και δε θα έδειχνα ποτέ τέτοια ασέβεια με το να προσπαθώ να σε πάρω από εκεί.

Θα ελπίζω, όμως, μέχρι να μην μπορώ άλλο και θα σ’ αφήσω να γίνεις φίλος μου και μόνο αυτό. Το βλέμμα και το χαμόγελο που με ταράσσουν συναισθηματικά και σωματικά, δεν μπορώ απλά να τα προσπεράσω και ξεχάσω.

Όχι, είναι καλύτερα που είσαι μακριά. Θα ήταν τόσο πιο δύσκολο ν’ αντισταθώ αν σε είχα κοντά μου αυτή τη στιγμή. Θα ήταν τόσο κακό, θα ήμουν καταδικασμένη. Μου τη δίνει που δεν μπορείς να γίνεις δικός μου, αλλά στην παρούσα, χαίρομαι που είσαι μακριά.   

 

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.